Απόστολος Θηβαίος | Η σιδερένια Χάινε

© Bernard Plossu

Ιστορίες ειπωμένες
Απ’ τους μάρτυρες
της
ζωής
  

 

Ακόρντα σε μινόρε κλίμακες, επικές αναμνήσεις και ο ηρωισμός που περιέχει κάθε νοσταλγία εντός της.  

Τα ρα τα τα,
λευκά και απλωμένα τα πανιά,

 σύρματα και σχοινιά
τα ρα τα τα, 

τρελά παιχνίδια μες στο φως
ρατατά, σκιές από ασημένια στάχτη 

Κάθε φορά τ’ ακόρντα παίζουν δυνατά, ξέφρενες κιθάρες, μοναδικά κρεσέντο, ο κεραυνός που είπαν πως πέθανε, πως πέθανε, πως πέθανε απόψε κατοικεί στα στοχαστικά βάθη του Μπουένος Άιρες.

Δες τον  πώς ξυπνά απ’ το τίποτε, απ’ το γαλάζιο και ασημένιο το χέρι , καθώς λένε , του θεού. 

¥

Μα όλες τις σημασίες τις συγκρατεί η πιο κάτω ιστορία. Αυτή η εισαγωγή, δεν είχε ποτέ άλλον σκοπό παρά να ισχυριστεί δυο λόγια μονάχα, με λιγότερους ή περισσότερους συμβολισμούς, προτού σας μιλήσω για την Χάινε που έζησε πουθενά και πάντοτε καταμεσής των γαλλικών Άλπεων,  που δεν σημαίνουν τίποτε για την ζωή και όμως. Αυτό το κορίτσι, που συνάντησα τελευταία φορά περί τα 1900 στ’ ανατολικό Λονδίνο έμελε να αποτελέσει την θρυλική χορεύτρια του μπαλέτου των τεσσάρων κύκλων. Έτσι ονομάστηκαν εκείνοι οι χορευτές που γέμισαν επιβλητικά στάδια και σαλόνια και ένα σωρό μέρη με κλασσικά αετώματα στις προσόψεις Βάζω στοίχημα πως έπειτα από εκατό χρόνια όλα εκείνα τα οικοδομήματα θα στέκουν θαυμάσια πλάι στα θαύματα της μηχανικής επιστήμης. Μα ποιος γνωρίζει τις τροπές του καιρού και τις υπερβολές που κλώθει η μοίρα μες στο θαυμάσιο πανέρι της.

Η Χάινε διαθέτει μια σπάνια ομορφιά. Θυμίζει ανατολίτισσα με τα κατάμαυρα φρύδια της, όμως μιλά τα γαλλικά μ΄έναν τρόπο αισθησιακό, έτσι που να μην μπορείς να πάψεις να μιλάς μαζί της. Μάρτυς μου ο Θεός των ανθρώπων, πως άλλο μυθιστόρημα σαν την Χάινε δεν διάβασα ποτέ. Στο τέλος της βραδιάς κάνει μερικά κόλπα και η φαντασία σκορπίζεται σαν αξεδιάλυτη σκόνη, σαν κάτι που ίσως να μην συνέβη ποτέ. Ζει μονάχα για εκείνη την στιγμή και όλο τον υπόλοιπο καιρό μετρά τις μέρες στο σκουριασμένο τροχόσπιτό της. Σκουριασμένο μα το πιο όμορφο από τα οχήματα του κονβόι που διατρέχει τον αυτοκινητόδρομο, σταματώντας σε όλες τις μικρές και τις μεγάλες πολιτείες. 

Γυναίκα, δεν σε έχω δει ποτέ μου σ’ αυτά τα μέρη. Καλύτερα να προσέξεις τους ανθρώπους εδώ κάτω, γιατί έχουν χάσει τα πάντα και είναι επικίνδυνοι πολύ. Ποιο είναι τ’ όνομά σου γυναίκα; 

Με λένε Χάινε, ξεδιψάω στις πηγές, τίποτε δεν σημαίνει το όνομά μου και ποτέ δεν θα μάθω την βαθιά αιτία που μου το χάρισε. Με αγαπούν όλοι στο μαγαζί της Λόρα Λι και αυτό μετρά πιότερο απ’ όλα. 

Έπειτα χάνεται στην λεωφόρο, με κάτι παλιομοδίτικα στρας. Όλος ο κόσμος της όταν κλείνει τις βραδιές και όταν όλα ησυχάζουν και από το τροχόσπιτό της, το πιο σκουριασμένο και το πιο όμορφο από όλα μπορεί να δει εκεί πάνω τ’ αστέρια της λύρας . Η νύχτα είναι ένας μακρύς διάδρομος, με γκρεμισμένους ναούς και σπίτια και απομεινάρια του πιο τρελού της ονείρου. 

Γιατί λυπάσαι τόσο, γιατί Χάινε;

Επειδή η ζωή μας ήταν πάντα μια εξασθένηση. Με ωραία ρίσκα, δεν λέω, όμως τόση ερήμωση. 

Η Χάινε μια μέρα θα παίξει στις μεγαλύτερες σκηνές. Θα έχει φόντο το απομεσήμερο, μια ορχήστρα πιστή στ’ όραμά της θα παίζει τα θρυλικότερα τραγούδια όλων των εποχών, το τροχόσπιτό της, το σκουριασμένο και τ’ όμορφο με την φθαρμένη αστερόεσσα, whiskey, παγωμένη μπύρα ένα και τριάντα πέντε, όσο ακριβαίνει το σιτάρι η μπύρα κοστίζει, ο θεός να κάνει μπίρα αυτό το παλιόπραμα που σερβίρει η Λόρα.

Για να ξεχάσεις τις μυρωδιές και τ’ αρώματα, για να σε φέρει ως την άκρη του καιρού, θα σου γυρέψουν μονάχα ένα δολάριο και τριάντα πέντε σεντς. Τίποτε λιγότερο. 

Χάινε τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Τι σκοπεύεις Χάινε, ποιος είναι ο δικός σου λόγος; 

Ξέρετε, εγώ αγαπάω το σκουριασμένο μου τροχόσπιτο, το βρίσκω το πιο όμορφο, εγώ γερνάω μες στο σκουριασμένο μου τροχόσπιτο. Θέλετε να σας τραγουδήσω; Καλύτερα όχι. Σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχουν σελίδες φθαρμένες, λέξεις που δεν διαβάζονται. 

Χάινε, κλαίτε; 

¥ 

Τ’ ορκίζομαι πως ήταν άλλη η τροπή ετούτης της ιστορίας. Όμως η Χάινε, αυτές οι μεταξένιες καρδιές που γεννιούνται σε μια άλλη πλευρά, διοικούνται από τους δικούς τους νόμους. Ψυχές, βλέπετε που δεν εξημερώθηκαν ποτέ και που χαλάνε επίμονα όλη την πλοκή, φέρνοντας την ζωή, – ναι, μάλιστα την ζωή-, στο μέσον αυτού του παλκοσένικου.

Δεν ξέρω πού χάθηκε η Χάινε, όμως όσο και αν φώναξα, μ’ όλη μου την δύναμη και αν τυραννήθηκα, εκείνη είχε χαθεί.

Απόστολος Θηβαίος