Νο. 4
[μέ δυνάμεις σοῦπερ ἥρωα]
«ΕΓΩ ΕΧΩ ΧΡΥΣΑ ΓΑΝΤΙΑ καί μπλέ στολή. Κι οἱ μπότες μου εἶναι κι αὐτές χρυσές καί ἡ μάσκα καλύπτει ὅλο μου τό πρόσωπο, σάν κράνος κοσμοναύτη. Κι ἔχω μόνο ἕνα μικρό σῆμα ψηλά, ἐδῶ, στό μπράτσο μου. Νά, ἐδῶ. Μοιάζει μέ τό σηματάκι τῆς ραδιενέργειας».
«Ἐμένα ἡ στολή μου εἶναι ὅλη κόκκινη. Καί τά γάντια καί ἡ μάσκα καί οἱ μπότες. Κι ἡ δύναμή μου εῖναι πώς τηλεμεταφέρομαι. Ὅπου θέλω, καί μακριά καί κοντά. Ἡ δική σου, Βιτάλι;»
«Πρῶτα ἐγώ! Ἐγώ ἀπορροφῶ κάθε εἴδους ἐνέργεια. Και τή ραδιενέργεια ἀκόμα. Καί μπορῶ νά τήν ἐπιστρέφω μετά μέ τά μάτια, σάν ἀκτίνες λέιζερ».
«Ἐσύ, Βιτάλι;»
«Βιτάλι ἀκοῦς; Ποιά θά ‘ναι ἡ δική σου μαγική δύναμη; Ἔχεις διαλέξει;»
Κάτω ἀπ’ τά πόδια τους τό νοτισμένο χῶμα τοῦ δάσους. Κανείς τους δέν φοροῦσε μπότες˙ φοροῦσαν ἀθλητικά παπούτσια. Κανείς τους δέν φοροῦσε στολή σοῦπερ ἥρωα μέ μάσκα καί γάντια˙ φοροῦσαν φόρμες καί κοντομάνικα. Ξημέρωνε Σάββατο καί οἱ δικοί τους, πίσω στό μπλόκ τῆς ὁδοῦ Ἐντουζιάστιφ, θά κοιμοῦνταν, τά φῶτα τοῦ Πρίπιατ, ἔτσι ὅπως φαίνονταν μέσα ἀπό τό πυκνό φύλλωμα τῶν δέντρων, δημιουργοῦσαν ἕνα ταιριαστό σκηνικό καί στό βάθος, ἑκεῖ που τελείωνε τό ξέφωτο ἀπέναντι ἀπό τόν σταθμό τοῦ Σεμιχόντι, τό Λαδί Λάντα περίμενε μέ τό καπό ἀκόμα ζεστό.
Τά δύο παιδιά πού ἐπέμεναν νά πείσουν τον Βιτάλι νά συμμετάσχει στό παιχνίδι, ὁ Μαξίμ (ἤ Μάξ) καί ὁ Βάνια, ἦταν τά μόνα ἀγόρια τῆς ἴδιας ἡλικίας στό μπλόκ: ὁ Μάξ ζοῦσε στό διαμέρισμα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ διαδρόμου καί ὁ Βάνια στό ἰσόγειο, μαζί μέ τήν αδερφή καί τή γιαγιά του. Ἦταν κατά κάποιον τρόπο οἱ μοναδικοί του φίλοι, ὁ Βιτάλι ὅμως ἀπεχθανόταν τά παιχνίδια ὅπου ἔπρεπε νά παριστάνουν τούς σοῦπερ ἥρωες, δεν καταλάβαινε τί νόημα εἶχε νά προσπαθεῖ κανείς ξανά καί ξανά νά ἐπινοήσει μιά ἰδιότητα πού δέν θά ἀποκτοῦσε ποτέ. Ὁ Μάξ, στά δώδεκα ἤδη, ἕναν χρόνο μεγαλύτερος ἀπ’ τον Βιτάλι, στρουμπουλός καί ξανθός, ἦταν ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ ἐμμονή μέ τούς σοῦπερ ἥρωες τούς παρέσυρε κάθε ἀπόγευμα στό ἴδιο παιχνίδι (μόνο ἀφότου εἶχαν ξυπνήσει ὅλοι οἱ μεγάλοι καί τό τσάι κρύωνε στά φλιτζάνια καί τά τσιγάρα ἀναπαύονταν ἀναμμένα στά τασάκια ἤ στά χείλη). Ὁ Βάνια, πάλι, μέ τή διάφανη ἐπιδερμίδα, ἔμοιαζε μέ φάντασμα˙ τό πρόσωπό του δέν εἶχε τό παραμικρό ἀξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, τά πόδια του στραβά κι ἀδύνατα -ὑπερβολικά ἀδύνατα γιά πόδια σοῦπερ ἥρωα- καί μόνο ἐκεῖνο τό βαθύ λακκάκι στό μέσο του πιγουνιοῦ του τούς ὑπενθύμιζε πώς ναί, ἦταν ὄντως ὁ Βάνια, ἐννέα ἐτῶν πιά, πού ὑπάκουγε πάντα σάν ὑπνωτισμένος στά προστάγματα τοῦ Μάξ, ἀναγκάζοντας ἔτσι καί τόν Βιτάλι νά συγχρονίζει βαρύθυμα τό βῆμα του στό δικό τους.
[Σελ.59,60,61]
Τα ξημερώματα της της 26ης Απριλίου 1986 βρίσκουν τους κατοίκους του Πρίπιατ να κοιμούνται, να λογομαχούν, να ερωτοτροπούν ή να παλεύουν με τους δαίμονές τους, την ώρα που ο αντιδραστήρας Νο. 4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας “Β. Ι. Λένιν” εκρήγνυται.
Με φόντο ένα γεγονός που διαχώρισε ανεπιστρεπτί το πριν από το μετά, η καθημερινότητα των ανυποψίαστων κατοίκων της πόλης-δορυφόρου του Τσερνόμπιλ μετατρέπεται σε σημείο καμπής. Προσωπικές ιστορίες και ετερόφωτες αφηγήσεις μπλέκονται, ακριβώς όπως το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν και το μέλλον των πρωταγωνιστών. Η ροή του χρόνου όμως δεν ανακόπτεται· κάποια ερωτήματα απαντώνται και κάποια μένουν μετέωρα, κάποιες μνήμες ξεθωριάζουν και κάποιες μένουν ακλόνητες, κάποιες χειρονομίες μένουν στη μέση και κάποιες βρίσκουν βίαιη απόκριση.
Από την αρχή ως το τέλος αυτού του σπονδυλωτού μυθιστορήματος κυριαρχεί το ζήτημα της μνήμης: το πώς το βιωμένο παρελθόν συνομιλεί με όσα προοικονομεί το παρόν· το πώς οι προσωπικές ή οι συλλογικές αναμνήσεις αναδύονται αναπάντεχα από τη σκιασμένη πλευρά της πραγματικότητας, προτού βουτήξουν ξανά στα ρηχά νερά της.
“Δεν έχει σημασία όμως τι θα θυμόταν και τι όχι, άλλωστε τα χρόνια κυλούν σαν νερό και η μνήμη δεν είναι παρά ένα αστείρευτο πηγάδι ψέματα”.
[Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.]
Άκης Παπαντώνης - Ρηχό νερό, σκιές – Κίχλη, 2019