Τι σκέψεις κάνω απόψε για σένα απόψε, Ουώλτ Ουίτμαν, περπατώντας στα σοκάκια κάτω απ’ τα δέντρα μ’ ένα πονοκέφαλο αμήχανος κοιτάζοντας τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Στ’ αγριεμένο μου μπαΐλντισμα και ψάχνοντας για εικόνες, μπήκα στο σούπερ μάρκετ των φρούτων με τους σωλήνες φθορισμού κι ονειρευόμουν τα κατεβατά σου.
Τι γιαρμάδες και τι παρασκιές! Οικογένειες ολόκληρες να ψωνίζουν τη νύχτα! Διάδρομοι γεμάτοι συζύγους! Κυράτσες στα μήλα, μωρά στις ντομάτες! – και σύ Γκαρθία Λόρκα τι έκανες εκεί κάτω στα καρπούζια;
Είδα εσένα, Ουώλτ Ουίτμαν, άκληρε, παντέρημε γεροφαγά, να ψαχουλεύεις τα κρέατα στο ψυγείο μπανίζοντας τα μπακαλόπαιδα.
Σ’ άκουσα να τα ρωτάς: Ποιος σκότωσε τις χοιρινές μπριζόλες; Πόσο πάνε οι μπανάνες; Είσαι τ’ αγόρι μου;
Τριγύριζα ανάμεσα στους αστραφτερούς σωρούς τις κονσέρβες ακολουθώντας σε κι ακολουθούμενος στη φαντασία μου από τον ντεντέκτιβ του καταστήματος.
Κατεβήκαμε μαζί τους ανοιχτούς διαδρόμους δοκιμάζοντας στην άγρια φαντασία μας τις αγκινάρες, κάθε κατεψυγμένη νοστιμιά, και προσπερνώντας πάντα το ταμείο.
Για πού το βάλαμε Ουώλτ Ουίτμαν; Οι πόρτες κλείνουν σε μια ώρα. Κατά πού δείxνει η γενειάδα σου απόψε;
(Αγγίζω το βιβλίο σου κι ονειρεύομαι την οδύσσεια μας στο σούπερ μάρκετ και νιώθω γελοίος).
Θα περπατάμε όλη νύxτα στους έρημους δρόμους; Τα δέντρα ρίxνουν σκιά στη σκιά, τα φώτα σβήνουν στα σπίτια, θα μας βαρέσει η μοναξιά.
Θα σουλατσάρουμε κάνοντας όνειρα για τη χαμένη Αμερική της αγάπης, προσπερνώντας γαλάζιες λιμουζίνες στις δημοσιές, τραβώντας για το έρημο κονάκι μας;
Ω αγαπημένε πατέρα, γκριζογένη, πεντάρφανε γεροδάσκαλε του κουράγιου, ποια Αμερική είχες όταν ο Χάροντας σταμάτησε τα κουπιά και συ βγήκες έξω σε μια όχθη που κάπνιζε και στάθηκες κοιτάζοντας τη βάρκα να χάνεται στα μαύρα νερά της Λήθης;
Μπέρκλυ, 1955
Allen Ginsberg - Ουρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα – Άγρα, 2008
Μετάφραση: Άρης Μπερλής