Γεώργιος-Κάρολος Τσιλεδάκης | Όρνια-Λάµιες

[Προτομή από χαρτί]

                                                                                                          Εις ανάμνησιν της «Marie», της συντρόφου…

Απ’ το χώμα ξεριζώθηκε
για μακρινό ταξίδι
μια προτομή από χαρτί
στην ωρυγή του ανέμου

Από της πόρτας την σχισμή
στην κάμαρα μου μπαίνει
πνοή αγέρα σύμμαχου
την φέρνει έμπροσθεν μου

Βλέφαρα θρηνητικές
στα μάτια μου ασπίδες
στα όνειρα είστε τρωτά
με θύμισες σας μεθάει

Μα σαν ανοίξετε δειλά
θα έχει μαρμαρώσει
οι χωματένιες ρίζες της
την έχουν φυλακίσει

Ώσπου το βράδυ ο άνεμος
να σπάσει τα δεσμά της
κι η πέτρα που ‘γινε χαρτί
μαζί μου ξανασμίξει


[Δύο κουστούμια κι ένας παπαγάλος]

Δυο κουστούμια κείτονταν
το ένα δίπλα στ’ άλλο
στην ίδια ντουλάπα αντικριστά
για τελευταίο βράδυ
το ‘να λευκό και γιορτινό
στο πέτο έχει σημάδι
κρασιού σταγόνα κόκκινη
ραμφιά από παπαγάλο

Με ναφθαλίνες φύλακες
στο βάθος ξεχασμένο
το γλέντι αναπόλησε
και δάκρυσε με πόνο
τ’ αφεντικό του του ‘λεγε
αφήνοντας το μόνο
τιμή μεγάλη που ήσουνα
σε γάμο φορεμένο

Ένα μαντίλι κόκκινο
στην τσέπη καρφωμένο
παραφωνία έμοιαζε
σαν αίμα μες στο χιόνι
κι ο παπαγάλος έκραξε
στο άσπρο το σεντόνι
μαύρο κουστούμι αφόρετο
να ‘σαι καταραμένο

Τ’ αφεντικό μας πέθανε
σειρά μου να το ντύσω
τζόβενο θα ‘ναι άρχοντας
θα λάμπει μες στο μνήμα
στο τελευταίο του αντίο
με το μαύρο μου το νήμα
την σιτεμένη σάρκα του
για πάντα ας φυλακίσω

Μαύρο εσύ άσπρο εγώ
ποια η διαφορά μας;
Εσύ σε τάφο σκοτεινό
οι κάμπιες θα σε φάνε
κι εγώ σε κάδο βρομερό
μπεκρήδες θα ξερνάνε
ίδιο το τέλος και για τα δυο
κοινή η συμφορά μας

Κουστούμια μην μαλώνετε
δίκιο δεν θα ζητήσω
πανώριος που στεκότανε
λευκοντυμένος ως γαμπρός
τι πένθιμα τώρα ξεπροβάλλει
μαυροντυμένος ως νεκρός
πότε ήταν πιο κομψός;
Δύσκολα ν’ απαντήσω

 


[Σαν άχρηστοι στρατιώτες]

Με το δάκτυλο στην σκανδάλη
ντυμένοι στο χακί
στα χαρακώματα αρματωμένοι
για της πατρίδας την τιμή

Αποστολή αυτοκτονίας
ήταν η διαταγή

Σε μάχη δίχως νόημα
δίχως αιτία δεσμευμένοι
να φυλάμε σκοπιά
άχρηστοι στρατιώτες πλανημένοι

Δήθεν ήρωες γενναίοι
των μεγάλων σκοπών σταυροφόροι
οι ηγέτες μας πυγμαίοι
κι εμείς νεκροί λαμπαδηφόροι

Μαριονέτες των εκμεταλλευτών
που μιλούν για ελευθερία
υψώνουν τοίχους μεταξύ μας
που ονομάζουν δυσπιστία
ανταγωνιστικότητα και φθόνο
μαχητικότητα και υποψία
φτιάχνουν φαντάσματα εχθρούς
για την δική τους ευημερία

Οι τρελοί μονάχα
πράττουνε σοφά
κι από μάχης κάλπικης πεδίο
φεύγουνε μακριά

Του όπλου μου πια την κάννη
δεν ξέρω που να στρέψω
φαντάσματα ή καταπιεστές;
Που να σημαδέψω;

Μεγάλο είναι το δίλημμα
κι ας γίνω στο τέλος λεία
στον κρόταφο μια μπαταριά
μην είναι η σωτηρία;

Ολύμπιοι δορυκτήτορες
Θεοί σανδαλοφόροι
της επανάστασης πλοηγοί
και της νίκης μαντατοφόροι

Εδώ στα χαρακώματα
τον τελαμώνα θα γεμίσω
εφιάλτες καταπιεστές
και φαντάσματα θ’ αφανίσω…

 


Ο ∆ρ. Γεώργιος-Κάρολος Μ. Τσιλεδάκης γεννήθηκε στην Μπολόνια Ιταλίας. Σπούδασε στο Τμήμα Φυσικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Απέκτησε διδακτορικό τίτλο στην Πυρηνική Φυσική από το Πολυτεχνείο του Ντάρµσταντ στη Γερμανία και συνέχισε µε µεταδιδακτορικά σε Χαϊδελβέργη και Παρίσι, όπου σήμερα ζει και εργάζεται ως ερευνητής. Έχει εκπληρώσει το στρατιωτικό του καθήκον ως Εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά. Η ποιητική του συλλογή «Όρνια-Λάµιες» ζωγραφίζει τραγικά και µε μελανά χρώματα την αδυναμία ενός προδομένου από Εφιάλτες αξιοπρεπή ανθρώπου να υπερβεί µόνος του τα σημερινά υπαρξιακά αδιέξοδα, όντας θύμα ενός αναπόφευκτου πεπρωμένου.