[Γράμμα ξεχασμένο σ’ ένα συρτάρι]
Υπάρχουν τρόποι και τόποι
Ώστε να νιώσει κανείς
Ευτυχισμένος για λίγο
Ή να ισχυριστεί ότι βρήκε αναπάντεχα
Την πιο εξώκοσμη γαλήνη τού σύμπαντος•
Για μένα πάντως θα ήταν
Να χώνω στο στήθος σου το πρόσωπό μου
Την ώρα που κρετίνοι πάνω στη βράση τού ποτού
Τσακώνονται στα μπαρ
Με ηδονές ξετσίπωτες• και
Ίσως θα ήταν
Ν’ ανοίγω τα μάτια ακούγοντας
Τα χρώματα στο δάσος μου
Πώς τραγουδούν γλυκά με τις φωνές σου
Παλιά τραγούδια για χαμένους βασιλιάδες
Βάρδους ιππότες και πεντάμορφες
Στα στόματα των δράκων
Και τον ουρανό ψηλά που προσμέναμε
“Ακχ σίαρ σιν ό όλκ”
Αφού το κακό ελλοχεύει παντού και δεν είναι
Λίγοι όσοι το κουβαλούν στην ψυχή τους•
Κατά τα άλλα
Πολεμώ να κρατήσω ισορροπίες
Που τόσοι και τόσοι έχασαν
Στο δρόμο τής μισής ζωής τους
Πάνω σ’ ένα σχοινί τεντωμένο
Από τις βλακώδεις προσδοκίες
Για μεγαλεία σε θρόνους οκνηρούς
Ρευστό και αμέτρητες γυναίκες •και
εννοώ
Αντί ν’ αλωνίζουμε τ’ άχερο στ’ αγλαρόκεντρα
Ν’ αφουγκραστούμε το ρυάκι που κελαρύζει
Πέφτοντας στο ποτάμι
Και μετά φτάνει
Από τις ζητωκραυγές των αηδονιών
Μέχρι τα πλοία που ταξιδεύουν
Διασχίζοντας τους ορίζοντες στην όραση
Στα μήκη και στα πλάτη των ωκεανών•
Κατά τα άλλα
Ακόμη κι αν ξήλωνα όλες τις μνήμες
Που σα δρόμοι τυφλοί διακλαδώνονται μέσα μου
Η σάρκα πάλι θα γύρευε τη σάρκα σου
Κι ας ξέρω – πάνε κοντά δέκα χρόνια –
Ότι είσαι χαρτωμένη
Σ’ ένα στεφάνι χωρίς καμιά προκοπή
Και η ζωή σου συνεχίζει να μοιάζει
Όπως έλεγες
Σπουργίτι που σπαρταρά στα νύχια μιας γάτας.