Ε. Μύρων | Απνευστί


[Ἀπόδημη διάβαση]

 

σο πρω κι ν σηκωθομε μς προλαβαίνει λύπη μας
Τάσος Ζερβός


Ὁ δείκτης ἀλαμπρατσέτα μὲ τὸ χερούλι τοῦ καφέ – 

σκέτος ἀπ’ ὄνειρα ἡμέρας -,
πικρὸ φθινόπωρο σφηνωμένο μὲς 
τὴν ἄνοιξη πριονίζει τὰ χρώματα ἀπ’ τὰ φύλλα.. 

Δριμεία ἐπίθεση στὴν ψυχὴ ἀγωνία δρόμου
χωρὶς νικητὴ χωρὶς προθεσμία.
Ὅλα στριφογυρίζουν θέλοντας νὰ ὑπάρξουν
πρὶν τὸν τερματισμὸ τους –
καπνογόνο μὲς στὸ στῆθος. 

Σ΄αὐτὴ τὴν ἀπόδημη διάβαση
οἱ γραμμὲς εἶναι χρόνια σβησμένες
κι ἀπέναντι ὀ δίδυμος πόνος. 

Οἱ ὧρες ἀνατριχιάζουν στὸ παρελθόν,
σφυρηλατημένες ἀπ’ τῆς λύπης τὰ χέρια
πέφτουν στὸν γκρεμὸ τοῦ Ἀπρίλη. 
Πρέπει, μὲ ὄσα νιάτα σοῦ ἀπέμειναν,
νὰ ἐφεύρεις μιὰ καινούργια ἐποχή. —

…Ἐφεδρείες στίχων χωλῶν λερώνουν τις σελίδες.
Ἔξω ἀγκομαχάει νὰ νυχτώσει..

 


[Θεμέλιος λίθος]

Κοίτα πῶς σηκώνει στὶς πλάτες
ὁλόκληρο ντουβάρι ὁ πίνακας…
Σκυφτός, σὰν ἄλλος Κουταλιανὸς
ἀπ’ ἕνα καρφὶ κρατάει τὸ σπίτι ὄρθιο.
Τούβλα, μπετόν, σοβάδες, πλήξη,
ὅλα τὰ φορτώθηκε ὁ δύσμοιρος…