Αργύρης Κόσκορος | Χαμένες σελίδες απ’ το ημερολόγιο του Ιωνά

© Josef Sudek

Ημέρα πρώτη

Το σπίτι μου δεν έχει πόρτες ούτε παράθυρα· ως εκ τούτου, δεν έχει μέρα ούτε νύχτα. Είναι ένα στενό και υγρό εργαστήριο με άγραφο καμβά το σκοτάδι. Το σπίτι μου είναι μαλακό και δίχως έπιπλα· παχύρρευστα υγρά και βλέννες σκεπάζουν τους τοίχους, μυρίζει ιώδιο, αμμωνία και αποσύνθεση. Με ταΐζει απ’ έξω μισολειωμένα θαλασσινά, τρώω τα μισά και τα υπόλοιπα του τ’ αφήνω. Το σπίτι πεινάει, μα η σκέψη μου δεν τ’ αφήνει να με χωνέψει. Το πεινασμένο του γρύλλισμα είναι η φωνή του Θεού· προσεύχομαι.

Ημέρα δεύτερη

Δεν ξέρω αν έχουν περάσει λίγες ώρες ή δεκαετίες ολόκληρες απ’ την τελευταία σελίδα. Ρολόι έχω μονάχα τη σκέψη μου. Δεν ξέρω αν υπήρξε το χθες πριν την είσοδό μου στο σπίτι, δεν ξέρω καν αν και η είσοδός μου ακόμα σ’ αυτό είναι ψέμα κι υπήρχα εδώ από πάντα. Το σπίτι γρυλλίζει όλο και πιο δυνατά, λιμοκτονεί, κι εγώ του αφήνω όλο και λιγότερα· λιμοκτονεί τρόπος του λέγειν, κανένα σπίτι δεν πέθανε ποτέ από πείνα. Όσο για μένα, τρώω με βουλιμία πολτούς από ψάρια και χταπόδια παίρνοντας δύναμη. Την περισσή μου ενέργεια την ξοδεύω γρατζουνώντας τους τοίχους με τα νύχια μου για ν’ ακούσω την άτεχνη μουσική που συνθέτει το σπίτι βογκώντας· μα, κατά κάποιον τρόπο, μήπως εγώ δεν είμαι ο συνθέτης;

Ημέρα τρίτη

Δεν υπάρχει κόσμος πέρα απ’ το σπίτι, για την ακρίβεια ο κόσμος είναι το σπίτι. Κανείς δε μπορεί ν’ αποδείξει πως ό,τι προηγήθηκε, μα και το μέλλον που φοβάμαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κατασκεύασμα· πως μόνο εγώ υπάρχω, πως είναι δικό μου το γρύλλισμα, η βρόμα, το σκοτάδι. Τρώω ό,τι βρω μπροστά μου μην αφήνοντας τίποτα για το σπίτι, που τώρα πια ουρλιάζει. Χαράσσω ακατάληπτα γράμματα με τα νύχια στους τοίχους πληγιάζοντάς τους· μάταια, αφού κανείς δεν υπάρχει να τα διαβάσει, ούτε καν εγώ που μ’ έχουν τυλίξει τα σκοτάδια. Το ουρλιαχτό μεγαλώνει. Είναι η μόνη μου παρέα κι εγώ μεταγράφω τους παλμούς του σε αλφάβητο· μια γλώσσα δίχως λέξεις, αφού δεν υπάρχει καμιά για να χωρέσει τον τρόμο, τη μοναξιά, το αίμα. Το ουρλιαχτό μεγαλώνει· η προσευχή ψηλώνει.

Ημέρα τέταρτη

Το παλιό σπίτι είναι πια μια μάζα από κόκαλα και λίπος σε αποσύνθεση ξεβρασμένη σε κάποιαν ακτή. Το τρώνε οι γλάροι και τα καβούρια, μαζί με τη γραφή μου. Το νέο μου σπίτι έχει φεγγάρι, αστέρια κι έναν ορίζοντα αρκετά ευρύχωρο ν’ απλώσω τους λογισμούς μου. Το σπίτι μου είναι άμμος μαλακή στο πάτωμα κι έχει βράχια και δέντρα για έπιπλα· οι κουρτίνες του αιθέρα σκεπάζουν τους τοίχους, μυρίζει ιώδιο, αμμωνία και αποσύνθεση. Με ταΐζει απ’ έξω άγριους καρπούς, θαλασσινά και κυνήγι· τρώω τα μισά και τα υπόλοιπα του τ’ αφήνω. Ένα φεγγοβόλημα από μακριά κι ύστερα μια βροντή που φτάνει ώς εδώ είναι το γρύλλισμά του· πέφτω στα γόνατα και προσεύχομαι. Η ακατάληπτη γραφή είναι γραμμένη στα σπλάχνα μου και χύνεται απ’ το στόμα μου στην πλάση με υπέρηχους.

* * * * *


Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Από το 2006 ζει στη Ρόδο όπου εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Eίναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.