Ο Άρνολντ είναι δυνατός σαν μουλάρι. Τα πρωινά κουβαλά καφάσια φρούτα, ραγίζει τα δεμάτια και άλλα πολλά που είναι για να τον θαυμάζεις. Έπειτα βαδίζει μεγάλες δρασκελιές ως τον κάμπο.
Καλημέρα κύριε Κουρμπέ, όμως ο Άρνολντ δεν καταλαβαίνει λέξη απ’ όλα αυτά. Ο νους του είναι στ’ αερικό, την γλυκιά φιλενάδα του που δείχνει να τον καταλαβαίνει και ας είναι κλειστό βιβλίο για ‘κείνον. Εκείνη, ας πούμε Αριάδνη των χαμένων μίτων, κόντρα στον μύθο και το γράμμα, πάνω στην υδρόγειο, πλάσμα των νερών. Ευθυγραμμίζεται με τον ουρανό, γίνεται δέντρο, μια μολυβιά γραμμή μες στο τίποτε.
Άρνολντ, μπορείς να ισορροπήσεις πάνω στην μπάλα; Περνιέσαι για γίγαντας; Θαρρείς πως δεν υπάρχει σαν εσένα κανείς. Όμως φοβάσαι στην κόψη να ζεις, δεν είναι; Και εγώ, λοιπόν κατέχω ένα κόλπο που ποτέ δεν θα το μπορέσεις. Άρνολντ πώς λέγανε την μάνα σου; Την θυμάσαι; Xίλιες βροχές τώρα παρεμβάλλονται, ξέρω.
Άρνολντ για να σε δω, τι μπορείς να καταφέρεις; Το καλό που σου θέλω ν’ αξίζεις μια θέση στο μπουλούκι αλλιώς εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν. Θε μου, νομίζω πως θα πέσω, Άρνολντ θα με πιάσεις, έτσι δεν είναι; Δάκρυσες;
Είναι σκοτάδι μες στα μάτια του μιγά. Είναι σκοτάδι, μια μεγάλη σάλα μ΄εσπερίδες και νύμφες και την ύστατη γραμμή της άμυνας. Η καρδιά του μοιάζει σπαραγμένη, ολόκληρος απ΄τα βράχια του Εστορίλ, θυσία στ’ αδειανό τοπίο.
Είπαν πως παίζουν δυο μικροί θεοί. Και τι δεν είπαν γι’ αυτές τις δυο φαντασίες που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Θυμάμαι ο Άρνολντ σε μια ζωγραφιά έφτιαξε τον κόσμο μεγαλύτερο από εκείνον. Τότε τ’ αντιλήφθηκα όλα. Τις σιωπές, τ’ όχι του στα παιχνίδια μου, την όλη του στάση εκείνον τον καιρό.
Δάκρυσες Άρνολντ;
Απόστολος Θηβαίος