[Το Σύνδρομο τού Σκαντζόχοιρου]
12.
Δεν είναι κάποιο ανάμικτο συναίσθημα
Ή συστολή που τη σπατάλησα
Μισή στα μπαρ με παλιοτόμαρα
Στα κατώγια τής νύχτας
Όπου νεράιδες σε σπασμένα γυαλιά
Καθρεφτίζονται
Και μεθυσμένοι καημοί τραγουδούν
[Αυτά που η θεια Φανίτσα έλεγε
Πορνεία και γαμάδικα με περιφρόνηση
Όπως και ο γείτονας εκείνος
Ο σημαδεμένος
Που όλο κούρδιζε τα μεσημέρια
Και όλο ξεκουρδιζόταν το καημόκουτο]•αλλά
Ήρθε και έδεσε μες στο λευκό της φόρεμα
Σαν αίσθηση μαζεμένη από αιώνες
Μόλις με φίλησε στο μάγουλο
Σηκωμένη στις μύτες των ποδιών
Ένα φιλί που αφήνουν μόνο
Ενός τριαντάφυλλου τα πέταλα• έτσι
Η σκέψη κυρίεψε την εμμονή
Πώς θα έμοιαζε
Και πώς θα ήταν
Γυμνή κάτω από δροσερά σεντόνια
Ενώ θα έμπαινα
Ξανά και ξανά στο σώμα της
Και ας έχει μόνο
Τη ρόδινη ηλικία τής Άνοιξης
Και ας μη μετρά
Μέχρι στιγμής
Ούτε δεκάξι καλοκαίρια.
◇
[a cat poem]
Μόλις νυχτώνει
Λες ότι μια γάτα τρυπώνει κρυφά
Γδέρνοντας όλες τις σκέψεις στο μυαλό σου
Σα να σε σπρώχνει με αργές κινήσεις
Σ’ ένα λιβάδι με ανεμώνες ή
Στις πιο κόκκινες παπαρούνες τού σύμπαντος
Και σ’ ένα αίσθημα συντριβής
Όπως όταν κατατροπώνονται
Οι άτακτοι από μισθοφόρους σε μια μάχη
Και όπως
Όταν φοβάσαι και το νιώθεις
Πως έχει φωλιάσει ο θάνατος στα σωθικά σου
Και ακόμη ελπίζεις
Ν’ ακουστεί τουλάχιστον
Η τελευταία σάλπιγγα πριν την κρεμάλα
Ή πριν σε στήσουν στον τοίχο
Με τα μάτια δεμένα
Εχθροί και φίλοι που έγιναν αδέρφια.
Εντωμεταξύ η γάτα σκάβει
Όλο και πιο μέσα στο άδειο κεφάλι σου
Μέχρι που βρίσκει ανέλπιστα να γδάρει
Μια παλιά ξεχασμένη σκέψη
Μια σειρά από σκορπισμένα στιχάκια
Όταν έλεγες
Πως θα ήθελες να γράψεις τόσο όμορφα
Όσο εκείνη γυμνώνει το στήθος της
Όσο εκείνη απλώνει το γέλιο της
Σαν ήλιος στο σκοτάδι
Σαν το φεγγάρι στην πηγαδόπετρα
Με μια δρασκελιά αφήνοντας πίσω τα χρόνια
Και θα ήθελες να γράψεις
Ξέροντας
Πως όλα είναι μια φτηνή απάτη
Που όμως σε κρατά ακόμη ζωντανό
Πάνω απ’ τό στόμα τού θανάτου
Πάνω απ’ τού όχλου το χειροκρότημα.