Απόστολος Θηβαίος | Stilita

© Brassaï

[suoni della notte]

Πώς αλλιώς μπορούσε,

Πώς αλλιώς μπορούσε να ‘ ναι

από μια κραυγή σπαρακτική,

από μια φωνή

που ξέρει καλά

πως απάντηση

δεν πρέπει ποτέ

πια

να προσμένει.

Πώς θα ΄χαν αλλιώς

σημασίες

όλοι αυτοί οι κίνδυνοι

τις νύχτες

όλες αυτές οι προσευχές,

πες μου

 

[Φεϊντουνό]

Ο Φεϊντουνό

 αγαπά τις νύχτες

από στέγη σε στέγη

σαν στυλίτης ολομόναχος

 φωνάζει το μηδέν

στους λόφους μιας ερήμου

που καθώς λένε αλλάζει

τις γραμμές της

εις τους αιώνες

με τρόπο μαγικό και ακαθόριστο.

Ο Φεϊντουνό φορά μια

κατάμαυρη προβιά

και έχει χαρίσει κιόλας

σ΄ένα άστρο

τ΄όνομά του το παλιό.

Γνωρίζει

πράγματα μυστικά

όπως την ηλικία της βροχής

και τι λένε τα πουλιά

όταν μιλούν το χάραμα

Μια μέρα θα χαθεί

η πόλη θα τον καταπιεί

και ένα κορίτσι

μορφή αυθεντική της αυτοκρατορίας

των Αζτέκων

πικρά για κείνον

θα κλάψει

Φεϊντουνό, Φεϊντουνό

γέλιο μου, εσύ

 βυθισμένο,

ποτέ δεν είπαν

την αγάπη

μ΄άλλες συλλαβές

 

[Πανδέκτες]

 

Όταν σήμανε ο ξαφνικός άνεμος του απογεύματος, όλα πάλιωσαν. Του φάνηκε πως οι πόρτες, οι αυλές, τα περιβόλια, το κινηματοθέατρο ενδύθηκαν όλη την στάχτη του χρόνου. Οι δικοί του, καθισμένοι στο βάθος κάτω από φυτά και γιγαντοοθόνες,έσβηναν σιγά, σαν τον δρόμο που αφήνεις. Σε λίγο καιρό αυτή η απόσταση θα ‘ναι απροσμέτρητη, συλλογίστηκε, όμως κάτι τέτοια πράγματα του προξενούσαν πάντα θλίψη. Και εκείνος είναι ένας άγγελος. Μα πώς να γνωρίζει τι ‘ναι ετούτο το μυστήριο της λύπης.

Απόψε η πόλη φαίνεται γοητευτική. Δεν έχει καιρό για συλλογισμούς, η καρδιά του κόσμου είναι κομμάτια. Φανταστείτε, η πόλη του διαθέτει ακόμη ενεργά καταφύγια και φήμες για υπόγειες στοές. Απόψε θα μοιράσει τον εαυτό του, αντίδωρο στους αγωγούς της νύχτας που πληθαίνουν. Στο κέντρο κυκλοφορούν φήμες για ένα νέο είδος θανάτου, το κόστος του είναι μηδαμινό, εκείνος είναι ένας άγγελος, οι παλιές αυτοκρατορίες καίγονται, θεοί και άνθρωποι στα τρίστρατα, ειδικές κατασταλτικές δυνάμεις, η τελευταία γραμμή άμυνας, φλεγόμενες μέρες, μα είναι ένας άγγελος στην κόψη του καιρού σας λέω, μ’ ιλιγγιώδη ταχύτητα στους δρόμους γύρω απ’ το Λονδίνο, Βερολινέζικη Πάολα μες στο φως, μες στο φως.

Πώς αντέχεις να διαβάζεις τ’ άσχημα νέα για τις καινούριες βόμβες, είπε όπως σηκώνεται ένας άνεμος μες στο μεσημέρι, δίχως αιτία, δίχως λόγο προφανή. Και ο άγγελος έκλαψε πικρά για όλες τις φορές. Σας είπα, πως ήταν άγγελος σωστός, με τα πάθη του, την μοιρασμένη του ζωή.

Απόστολος Θηβαίος