Ο βαρήκοος είναι ο αγαπημένος μας. Μια αιώνια και ωραία ζωγραφιά. Σαν να λέμε, φορούσε κατάμαυρο φουστάνι μ’ ολομέταξη, επιβλητική πόρπη. Στο βλέμμα του το γράφει καθαρά πως έπαψε πια να προσπαθεί και ολοένα ξεμακραίνει από αυτόν τον κόσμο. Απ’ όλο το σύνολο απομένει τ’ ωραίο πράσινο χρώμα του γιακά και του ενός καρπού. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, θες επειδή είχα με θέρμη αγαπήσει τις αγριωπές μορφές των πριγκίπων της επανάστασης, θες γιατί τούτος ο άνθρωπος, ο βαρήκοος μες στον χειμώνα του ΄41 ξαναζεί αδιάκοπα τις μέρες των αναχωρητών, αναγνώρισα την μορφή του και εξοικειώθηκα. Υπάρχουν πράγματα πιο δυνατά ακόμη και απ’ την ίδια την ζωγραφιά αυτού του ξένου ανθρώπου. Στο καφενείο, απομονωμένος στα βάθη εκείνης της αίθουσας, κάθε απόγευμα σφοδρές φωνές που τίποτε για εκείνον δεν σημαίνουν. Απόσπασμα του συνηθισμένου κόσμου των αγγέλων που ξέπεσαν, που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στα πιο απρόσιτα ύψη, μ’ όλα τα εδάφια κρατημένα γερά στα χέρια τους, είχε χαθεί απ’ τον κόσμο, έλεγε πως πάει να προσευχηθεί, εμείς νιώσαμε πως ξεμακραίνει και τον κλάψαμε πικρά σαν να ‘ταν ένας πεθαμένος μας.
Ο βαρήκοος θυμίζει τους αγωνιστές των πρώτων ημερών, το πρόσωπό του τ’ αντικρίσαμε και σ’ άλλες αίθουσες, σ’ άλλες σελίδες. Ναι, είναι βέβαιο πως ο βαρήκοος μες στην καρδιά του πολέμου ποζάρει άθελά του έξω απ’ τον κόσμο, με τ’ απλανές κοίταγμά του να γερνά δίχως ηλικία., να μεγαλώνει για πάντα όπως τα δέντρα.
Σε μια άλλη ζωή θα μπορούσε μ ‘ένα κοχύλι να ανατραπούν γενιές και γενιές ποιητών. Φαντάζομαι πως ο βαρήκοος διαθέτει ακέραια την τύχη του και όλος ο κόσμος χαμογελά στο πέρασμά του. Τα χίλια και ένα πρόσωπα της Ελλάδας του Θεόφιλου καθρεφτίζονται σε αυτήν την μεγέθυνση αιώνων. Καθώς ανταποκρινόμαστε με σιωπές ο βαρήκοος ανοίγεται εμπρός μας σαν μίσχος, εκτείνεται εκείνος και η θλίψη του στους άλλους αστερισμούς, τ’ αντίβαρο αυτού του κόσμου είναι η φωνή του, η μνήμη που πλανάται στην ατμόσφαιρα, το ειπωμένο τραγούδι. Πώς αλλιώς να ξεχωρίσει κανείς τη μορφή του άνδρα δίχως τα φτερά της. Είμαι βέβαιος πως τυλίχτηκαν στα σύρματα και τώρα καίγονται. Μα φαίνεται απ’ την ζωγραφιά πως έμαθε κάτι περισσότερο μες στην μοναξιά του.
Ο βαρήκοος είναι δεν είναι τριάντα χρονών. Είναι όμορφος πέρα απ’ την πραγματικότητα, με τον τρόπο των αδύνατων πραγμάτων. Η γραβάτα του είναι γαλάζια, τα μάτια του βαθύτερα, μια ιδέα πριν το φως. Αυτός είναι ο στόχος καθώς μακραίνουν τα γένια και τα μαλλιά του μες στην έρημη πόλη. Των ποιητών και της αλήθειας που συνθέτουν την σύνοδο της ζωής.
Ο βαρήκοος συχνάζει στο Κάννον Στρητ Οτέλ, ανήκει στο ιδιότυπο προσωπικό. Πάει να πει πίνει όσο χρειάζεται και βοηθά στην μεταφορά των σκηνικών. Όλα τα παλιά υαλικά, οι φωτογραφίες των βυζαντινών προγόνων, τα ονόματα των πρώτων αγιογράφων, οι θαυμάσιες επετηρίδες της μνήμης αγαπητέ περνούν απ’ τα χέρια του. Η παράδοση και το παράξενο συνθέτουν μ’ άλλο βάρος η κάθε μια την ιδιότυπη καρτερικότητα του βαρήκοου. Και όμως μπορεί να μιλήσει δίχως να νοιάζεται αν τον ακούν μπορεί να μιλήσει για την ζωγραφική, σταυρώνοντας με σεβασμό τα κουρασμένα χέρια του, παίρνοντας όλους τους δυνατούς δρόμους, γνωρίζοντας όλα τα πορτραίτα της ζωής, το σχήμα και το ύφος των πραγμάτων.
Μπορεί να μιλήσει για την ζωγραφιά του Χατζηκυριάκου Γκίκα, με τίτλο ο βαρήκοος, τέμπερα σε χαρτόνι του 1941…
Απόστολος Θηβαίος