«Να πίνεις τσάι και, στο μεταξύ, να σβήνει η ζωή σου, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του Τσέχωφ». Με αυτά τα λόγια αρχίζει μια εκδοχή του τέλους στο «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει». Όταν γνώρισα τον Αργύρη Χιόνη, ένα βράδυ που μας άφησε η Βάσω Κυριαζάκου μόνους στην αυλή των Εκδόσεων Γαβριηλίδη να συζητάμε, ένιωσα το χρόνο να διαλύεται, μάλλον ήταν μόνο δυο ώρες αλλά επεκτείνονταν με τέτοιον τρόπο που είχαν αποδράσει από τη χρονικότητα, έτειναν στην ακινησία –νομίζω πως είναι ακόμα ακίνητες κι έτσι δεν μπορούν να τελειώσουν. Θυμάμαι πως μετά της είπα εντυπωσιασμένος και μεθυσμένος: «Αυτός είναι ένας πραγματικός ποιητής!». Ύστερα από λίγο έφυγε από τη ζωή. Δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω ουσιαστικά, αυτή είναι η μία εκδοχή. Η άλλη εκδοχή, η κατά Ταρκόφσκι, λέει ότι από τη στιγμή που ήρθα σε στενή επαφή με το έργο, που περπάτησα και περπατάω τόσες φορές τα δωμάτια της ποίησης του και χαϊδεύω τις τρυφερές αγριόγατές του, είμαι κατά έναν τρόπο φίλος του ποιητή. Αν για τα επόμενα λεπτά δεχτώ την δεύτερη εκδοχή, νομίζω μου επιτρέπεται να γράψω δυο λόγια για τον Αργύρη Χιόνη δίχως παραπομπές στα γραπτά του.
Σκέφτομαι πάντα τον Αργύρη Χιόνη σαν έναν άγγελο. Νιώθω εκεί που προχωράω στο δρόμο να με αρπάζει από τον ώμο, με ένα κράτημα απαλό, ευγενές, αλλά και απολύτως αιφνιδιαστικό, σαν εκείνα τα τσιτάτα του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Τον σκέφτομαι σαν έναν άγγελο που δεν ακολούθησε, βέβαια, κάποια από τις γνωστές μόδες των αγγέλων. Δεν ανήκε ούτε στην κόλαση ούτε στον παράδεισο, αλλά πατούσε και στους δύο χώρους, ένας άγγελος παρατηρητής, όχι πανόπτης μα κάτι παραπάνω γιατί πατούσε στη γη, αυτή ήταν η βάση του και δεν το κούναγε από κει. Μια κίνηση εκκρεμούς που παρεμβάλλεται στη γραμμικότητα του χρόνου, η αίσθηση αθανασίας που περιβάλει η ποίηση. Καβάλα στο «κουνιστό αλογάκι» της ύπαρξης, ένας άγγελος μηδενιστής που όμως «παίρνει κι αυτός μέρος στη μάχη, με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί».
Μου έρχεται στο μυαλό ένας κινηματογραφικός άγγελος που μου θυμίζει έντονα τον ποιητή, είναι o ηθοποιός Artur Barciś στον Δεκάλογο του Krzysztof Kieślowski. Ήρωας ανώνυμος, εμφανίζεται μόλις μερικά λεπτά στις δέκα ώρες του Δεκαλόγου. Είναι ένας άνθρωπος απλός, ένας άστεγος, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας φοιτητής στην πανεπιστημιακή αίθουσα, ένας άνθρωπος που σέρνει τις ταξιδιωτικές του βαλίτσες, δηλαδή μπορούμε να υποθέσουμε έναν άνθρωπο με τα προσωπικά του βιώματα στην πλάτη. Αλλά όταν στρέφει το βλέμμα στην εκάστοτε ιστορία γίνεται φιγούρα υπερβατική. Είναι μονάχα μια ελάχιστη στιγμή εκεί, αλλά είναι εκείνη η κομβική στιγμή της ύπαρξης των προσώπων. Από το τελευταίο επεισόδιο απουσιάζει. Μας έχει υποδείξει έναν τρόπο να καταβυθιστούμε στην ύπαρξη, μας έχει θέσει κάποια ερωτήματα με την στάση του και μας προσκαλεί σε ένα είδος συμμετοχής πια, σε μια επικοινωνία τόσο με τον εαυτό μας όσο και με το περιβάλλον μας.
Και τώρα υπογείωση. Όπως καλούσε ο Αργύρης Χιόνης τον ποιητή να πράξει, και σαν ο καλύτερος υπαρξιστής το πράττει πρώτος αυτός. Μαζεμένος στη σάρκα του, ειλικρινής απέναντί στον αναγνώστη γνωστοποιώντας τις αδυναμίες τόσο της ύπαρξής του όσο και της γραφής του –αν αυτά μπορούν να διαχωριστούν. Τα όντα του και τα μη όντα του βρίσκονται στη σκηνή, κι αυτός τραβηγμένος στο υπερώο, μακριά από τα φώτα, τα φωτίζει, τους χαρίζει τη φωνή τους και την προμηθεική φλόγα, που θα τα κάνει ανθρώπινα μόνο αν το επιθυμήσουν αφ εαυτού.
Έτσι σκέφτομαι τον Αργύρη Χιόνη, τον φίλο μου στην δεύτερη εκδοχή. «Τρέμω το θάνατο», μας δηλώνει με ειλικρίνεια καθώς ανέρχεται ο καπνός του τσιγάρου του, και συνεχίζει να μιλάει γελώντας. Έτσι κι αυτός, σαν άλλος ήρωας του Τσέχωφ –παραφράζοντας την τελευταία του φράση στην εκδοχή του τέλους που ανάφερα στην αρχή- αντιτάσσει στη χυδαιότητα του πόνου, στον φόβο του θανάτου, στον ίδιο του το μηδενισμό, την αληθινή του ευγένεια.
* * * * * *
Ο Αλέξανδρος Λαβράνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988 όπου ζει και εργάζεται. Είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τα άκρα του τόξου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014 και Ανώνυμη χώρα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016.