Το πρωινό ανοίγει πάλι
τους λάκκους των έργων του
από πάνω κρέμεται
το κάθε τέλος
λουρίδες με κολλημένες
τις μύγες της ευαισθησίας μας
τα λεπτότατα αυτά έντομα
της εσωτερικής φθοράς μας.
Αλλά ο έρωτας είναι
η πιο σκληρή απελπισία
δεν περιέχει το τέλος του
σαν όλα τα παρήγορα πράγματα
της φύσης
διαβιώνει πριν από τη λύτρωση
σαν λύτρωση να μην υπήρχε
και τέλος να ‘ταν μόνο
της αρχής η οδύνη…
Α! τίποτα δεν κάνω πια
να σηκωθεί ξανά
το αεράκι της ύπαρξής μου
μόνο θαυμάζοντας τη σωστή
γεωμετρία του αόρατου χρόνου
που μέσα του σε περιμένει να περάσεις
έρχομαι σε έναν παράφορο θάνατο
κοντά σου
κι αποκαλώ φως
το μαύρο φτερό που με αγγίζει.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ – Οι μνηστήρες – Κέδρος, 1984