Άηχα καμπαναριά χτυπάνε δαιμονισμένα
και κάνουν θρύψαλα τη νύχτα και το μοβ
πρωινό. Κάπου στο ανάμεσο πέθανε χθες
η φίλη της μητέρας μου η Ελεονόρα
(δεν ήξερε τίποτα για τον Πόε)
μέσα στις τριανταφυλλιές.
Η βλάστηση φουντώνει χωρίς την Ελεονόρα*
και καίγεται στα μάτια σου.
Τα βυζαντινά σου κεραμίδια,
τα μουσικά σου κεραμίδια,
πως με περιμένουν και σπάνε από την αγωνία
στην άκρη του δάσους και θα πάρουν φωτιά.
ξυπόλυτος βγαίνω στην πραγματικότητα
και σε φωνάζω. Κόκκινες σημαίες υψώνονται.
Ο ορίζοντας-ξυράφι αποκεφαλίζει
ο,τι εξέχει της ομορφιάς.
Μα επαναστάτη γίνεται Δευτεριάτικα;
*Ελεονόρα: όνομα γυναίκας που απαντά συχνά στα ποιήματα του Έ.Α.Πόε.
Γιάννης Κοντός – Η υποτείνουσα της σελήνης – Κέδρος, 2002