Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα…
Ν. Καρούζος
“Η έναστρη φωτεινότητα”
Αναψυκτήρια
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Θωμάς Γκόρπας
Τις Δευτέρες τα καφενεία είναι αδειανά. Όσοι εξομολογήθηκαν την Κυριακή λουφάζουν μες στα σαλόνια με την ανάμνησή της. Λίγο κονιάκ, άδειες ομομέλειες, η κύρωση του νόμου και βροχές, βροχές, βροχές.
Οι μόνοι που αντέχουν όλο αυτό το αίμα είναι οι ποιητές. Σαλεύουν στο βάθος της σάλας, γέρνουν και σιωπούν σαν κάδρα και σαν πορτραίτα του συρμού. Μόνο οι ποιητές αντέχουν τόση δυστυχία, τέτοιος χειμώνας μονάχα για τους στίχους φτιάχτηκε και υπάρχει.
Οι ποιητές αυτοί λοιπόν, είναι τα πιο σπάνια είδη του γένους τους. Λέγονται πολλά, υπάρχουν θρύλοι για σπασμούς και αργά δευτερόλεπτα. Κανείς δεν θυμάται τα πρόσωπά τους, γιατί ζουν πίσω απ’ τις θολές κουίντες του θεάτρου και πίσω απ’ τα φώτα. Ο κόσμος τους γεννιέται και πεθαίνει μες στα καλειδοσκόπια. Οι ποιητές αυτοί συνιστούν στοές, ξεφτισμένα μέγαρα που συγκρατούν όλη τη θλίψη της πολιτείας.
Τους είδα, ήταν εκεί, κάτω απ’ την φτερωτή, πίσω απ’ τους ήχους των ψυγείων. Ο ένας μιλούσε για το Μεσολόγγι και τα μάτια του πλημμύριζαν. Διηγιότανε για τους γονιούς του πως δεν μεγάλωσαν ποτέ, πως σφάζονταν απ’ την αγωνία μες στα φαιά πράσινα δωμάτια. Ο άλλος, τραγουδούσε τον έρωτα. Τον ήθελε ανεκπλήρωτο, κίνδυνο και καταστροφή της ζωής του. Ο νους του τριγυρνούσε έξω απ΄το Τορίνο, στα προάστια της βαριάς, ιταλικής βιομηχανίας, η καρδιά του ανέμιζε απ΄την υψικάμινο υπαριθμό δύο, σαν να μιλούμε για τα κουρέλια αυτού του κόσμου και πράγματα τιποτένια. Οι δυο τους πληγωμένοι, κερνούσαν ούζα και η Αθήνα μια υπέροχη αυλή με συντρίμια, μίτους, τροχοφόρα, σειρήνες και συμπληγάδες πέτρες. Τα φιλμ, τα φιλμ της ζωής τους περνούσαν συγκλονιστικά, νύχτες ολόκληρες με αγωγές και κραυγές. Η χαμηλή πίεση της νύχτας δεν σημαίνει άλλο απ΄τον ασυνήθιστο φόβο που τους θρέφει. Τους είδα, είμαι βέβαιος πως άφησαν σημάδια πάνω στα μεταλλικά τραπεζάκια, είμαι βέβαιος πως αντάλλαζαν ποιήματα δίχως μέτρο και ομοιοκαταληξίες, μονάχα τρομερά συμπεράσματα τούς χάραζαν τα βλέφαρα. Τους είδα στο αεροδρόμιο της Μίκρας, τους κρατούσε απ΄το χέρι η περηφάνια.
Οι ποιητές δεν χορεύουν, δεν μιλούν, δεν φιλιώνουν. Κρατούν το ίσο του κόσμου, παρουσιάζονται στρατιώτες στην παραμεθόριο του μέλλοντος, με μισό τσιγάρο και τα υπάρχοντά τους μουσκεμένα. Στον σταθμό σφίγγουν τα χέρια τους, κανείς δεν τους θυμάται. Στον σταθμό δίνουν τα χέρια και εξομολογούνται στα σώματα όλες τους τις πίκρες. Τους παίρνουν μεταγωγικά για τις επαρχίες, κάτω απ’ τα φτερά τους δεν είναι άγγελοι, δεν είναι άγγελοι. Τροχιοδιωκτικά τα ποιήματα ανάβουν πάνω απ΄τα κεφάλια τους, σαν πάνσεπτα φωτοστέφανα παλιών αγίων. Κάθε τόσο χαράζουν στο χέρι τους μια άγκυρα, μια κοπέλα ή κάποιο ιδεόγραμμα. Κατάστιχτοι περνούν αιώνες ώσπου να μιλήσουν. Και όταν το πράξουν όλα του κόσμου τα φωταέρια σκύβουν και προσκυνούν με την εφηβική, τη γαλάζια φλόγα τους. Οι ποιητές διαθέτουν ένα σπάνιο συντακτικό, εφάμιλλο των αισθήσεων. Πάει να πει πως όταν πληγώνονται επιστρέφουν στα μύχια χρόνια, που καθώς ήδη γνωρίζουμε καλούνται του Ίκαρου οι δεκαετίες. Είναι μυθώδικος ο τρόπος που ζουν, λαθραίος. Μα στα καφενεία τους αγαπούν γιατί φτεροκοπούν κάτω απ΄τα φώτα και επειδή κάπως έτσι φτιάχνονται νυν και αεί οι πιο θρυλικές τοιχογραφίες. Ζουν σ΄έναν άλλο χρόνο, προπαροξύτονο.
Άμα μπήκε η άνοιξη, ωραίοι σαν τάξη εργατική, στόλισαν τους επιτάφιους και βγήκαν στους δρόμους. Στάθηκαν στις γωνιές. Μια τράπεζα, ένας έρωτας, ένας αποχαιρετισμός. Πάλεψαν με μια μικρή, τόση δα φλογίτσα.Άμα μπήκε η άνοιξη ξύπνησαν τα μυριστικά της πόλης, οι μέρες γινήκαν μεγαλύτερες, ένα πελώριο, μουσικό ολόκληρο και τίποτε λιγότερο. Τα στόματά των πεθαμένα απ΄τα τσιγάρα και το ποτό. Οι φίλοι τους όλοι χαμένοι, άλλοι σ΄εκκοκιστήρια και άλλοι βυθισμένοι στην αγκαλιά των βάλτων. Κάτω απ΄τα ρούχα τους ρολόγια και ελάσματα και ελαστικά και ρεύματα ατέρμονα. Η φλέβα τους συναντιέται χιλιάδες στρώματα κάτω απ΄τα πόδια μας. Γεννούν ρεύματα ηλεκτρικά, μες στον κρότο της πολύς ζωής τους ξεχύνονται σμάρια τα πουλιά. Ξεδιψούν με πίκρα και μίσος, τ΄όνειρό τους έσπασε και έγινε η Γιολάντα των ποιημάτων, μια σκληρή ανάμνηση ντυμένη του προσώπου της το φως.
Όχι, απόψε μην τους γυρέψετε. Γιατί έρχονται νύχτες και μες στην πολλή σιωπή ουρλιάζουν τα μυστικά προσκλητήρια. Τα πρόσωπα τους πεθαίνουν σαν τα παλιά γυαλικά, εδώ και εκεί μες στην πολιτεία. Θα φθάσουν κάποτε κουρασμένα απ΄τους δικούς τους δρόμους. Και θ΄ανάψουν, θα δεις, σαν παλιοί κινηματογράφοι που μετεωρίζονται σαν φλέβα καλοκαιριού, σαν να΄χουν σβήσει όλα τα φώτα τους και περιμένουν ακόμη.
Τους είδα, σας λέω. Τον Νίκο – Αλέξη με το σταχτύ κοστούμι και το βαρύ παλτό. Κρατούσε το χέρι του. Έλεγε, Θωμά εγώ θα φύγω, θα πάω να βρω τον Μύρωνα που πέθανε τόσα χρόνια πριν. Και εσύ, ν’ αγαπήσεις όσο κανείς ποτέ δεν αγάπησε. Να σκιστείς, ν’ αλλάξεις γειτονιά, ν΄αλλάξεις στέκια. Τις φωνές τους τις έπαιρνε ο άνεμος και οι δυο τους ήταν σήματα. Σήματα που προσπαθούσαν.
*****
Απόστολος Θηβαίος