Το βαθύ σκοτάδι θα έχω αγκαλιά
καθώς το κύμα θ’ ακουμπά το άρωμά σου, ζωή
ανάσα φίλημα του ανέμου
μάτια βουρκωμένα μες τα χέρια σου.
Σταγόνες βροχής δροσίζουν
τους ξεραμένους πόθους
μέσα στο πέρασμα
ενός χρόνου αδυσώπητου.
Ώρες κενές
όπου προσεύχονται βουβοί
οι πόθοι
μπροστά στο εικόνισμα της παρακμής.
Μια ζωή που το’ βάλε στα πόδια
αποστεωμένη και υποταγμένη
σε προτάσεις ενδοτικές και γκρίζες.
Βάλθηκα να μαζέψω τις στάχτες
μιας ευτυχίας που πυρπολήθηκε
τις περασμένες νύχτες.
Στάχτες μιας ευτυχίας
που δόθηκαν στο φύσημα του ανέμου
να σκορπιστούν σε χώματα έρημα,
για ν’ αναστήσουν ψυχές
που κάποια βράδια
έμειναν νεκρές
κρατώντας μέσα στα χέρια
το άρωμα της ζωής
και μάτια βουρκωμένα.
◊
Μάτια που ισορροπούν
στο ξεχείλισμα του ήλιου.
Μάτια υγρά που ζωγράφισαν
με δάκρυα το βαθυγάλαζο ουρανό.
Όνειρα που φυγαδεύτηκαν
κάποιες νύχτες γεμάτες μ’ αστραπές.
Μια πίκρα αποτύπωμα
στα μέρη της καρδιάς,
μια ζωή που βιάστηκε
να υποδεχτεί τα όνειρα.
Στο παζάρι της νύχτας
ξεπουλήθηκαν τα ματωμένα βλέμματα.
Φύλλα που πέφτουν ακατάπαυστα
οι σαστισμένες μας αναπνοές,
φύλλα που ένας άνεμος χαώδης
τα σκόρπισε στα ερημωμένα σοκάκια
ενός χειμωνιάτικου ουρανού.
◊
Ο Δημήτρης Καρπέτης εργάζεται σε Δημ. Υπηρεσία από το 2000 και κατάγεται από την Ορμύλια Χαλκιδικής. Έχει ταξιδέψει πολύ και πάντα θα αγωνίζεται για μια κοινωνία που θα έχει για κέντρο της πραγματικά τον άνθρωπο.