Poor Man’s Blues [XLIII – L]
Ας μη βρεθούν όσα χάθηκαν
Ας μας χλευάσουν
Οι παντογνώστες των καφενείων
Οι ρήτορες με τα φουσκωμένα μυαλά
Και οι απολιθωμένοι στις ιδέες τους•
Ύστερα καταφθάνουν οι άλλοι
Οι αχθοφόροι γεγονότων
(Που είναι μια χούφτα στίχοι
Και μία αγκαλιά τραγουδιών)
Εκείνοι που ψάχνουν
Να βρουν τη σκάλα για τα μέρη τ’ ουρανού
Διαβάζοντας στη σκέψη τους
Την έκρηξη που θα μας κάνει
Ίσως αύριο ίσως χτες
Σκόνη των αστεριών και γύρη
Τού ανθισμένου λιβαδιού
Σαν όνειρο στα ομηρικά ακρογιάλια
Σε μια βαθιά λιακάδα τού Νότου
Όπου θα μας ξεβράζει το θαλασσάκι τα μεσημέρια
Όπου τραγούδια ακούγονται ακόμη
Και όχι οι χαμένες χαρές μας
Περνώντας γέφυρες των στεναγμών
Και χάσματα στη μνήμη•
Τα βήματά μας θα ξανάρθουν
Και θά ‘ναι
Νωρίς ή αργά
Για νέες θλίψεις και θανάτους
Σα σήματα καπνού στον Κάτω Κόσμο•
◊
Βάρκες των ταξιδιών και λέμβοι μνήμης
Σαν αναμνήσεις που βαραίνουν
Όσο και τα φτερά των σκοτωμένων
Πουλιών στο καθρέφτισμα μιας λίμνης
Που την περνούν αργά και τη διαβαίνουν
Εδώ στη ρηχή λιακάδα τού Βορρά
Φίλοι κι αγάπες που έγιναν σκιές
Στην παλιά μας ζωή•
Και όμως
Τα λόγια θα έσκαγαν στον αέρα
Σαν πυροτεχνήματα
Και η καρδιά μας κομμάτια θα γίνονταν
Αν κάποτε ξαναζούσαμε
Τον αλλιώτικο τρόπο που ονειρευτήκαμε
Πριν μας χλευάσουν τα αγκάθινα βλέμματα
Και η λογική τού πλήθους που όλο τρέχει
Σκυλάκι γλείφοντας τα πόδια τού καθεστώτος
Πόρνη που τη βολεύει κάθε νύχτα ο μαστροπός της.
◊
” – My pound of flesh!”
Κραυγάζει τον αφήνω
Ο Σάυλοκ στ’ αφτί μου
Κάθε φεγγάρι που γυρεύει τον οβολό του
Αλλά κι εσύ
Σάρκα απ’ τή σάρκα μου
Και οστό από ποιά οστά μου
Θαρρώ πώς είσαι
Κι ας ξέρω πως σε γέννησαν
Μια νύχτα
Οι σκέψεις που τρελάθηκαν στην ερημιά
Γέννημα θρέμμα τού σαλού μυαλού
Που πήραν με τις πέτρες τα παιδιά
Που πετροβόλησαν οι ακριβοδίκαιοι τού όχλου
Θεριό και τρως τα σωθικά μου όταν νυχτώνει.
◊
Θα σταματήσω να γράφω
Τραγούδια που για σένα θα μιλούν
Και ίσως χαρούν
Λίγο πριν να σωπάσουν τα τζιτζίκια
Που τσάκισα
Στους κορμούς των δέντρων τις χορδές μου
Που έθαψα την κιθάρα βαθιά
Στη χωμάτινη μνήμη
Αλλά δεν έκοψα
Το ποτό και τις σπονδές μαχαίρι
Σ’ εκείνο το μεθύστακα χαμοθεό
Που τριγυρνά στα δάση
Τρεκλίζοντας με τις πομπές του
Νύμφες γυμνόστηθες ίδιες εταίρες
Όπως αυτές που σμίγουν
Τη σάρκα τους στη σάρκα μου τις νύχτες
Και κάτι με σουραύλια τραγοπόδαρους με βλέμμα
Σα να γυρνούν σα μαστρωποί
Από τους δρόμους και τις συνοικίες
Όπου φτηνά πουλούν οι άνθρωποι τα αισθήματα
Τις ηδονές και τις ελπίδες
Πως δήθεν το μέλλον μάς προσμένει
Όλους εμάς με το γδαρμένο τομάρι
Αλλά και τους δασκάλους τής καλής ηθικής
Με τα ξυράφια ακονισμένα στη γλώσσα•
Γι’ αυτό λέω να δώσω το τραγούδι
Στα πιστά τριζόνια
Που απ’ όταν χάθηκες με συντροφεύουν
Τρυπώνοντας παντού στα όνειρα
Στις άδειες κάμαρες
Σε τούτα τα μάτια που δε λένε ποτέ να κλείσουν•
◊
Ένα ποτάμι από σπονδές
Θα πίνουμε όλη νύχτα
Φτύνοντας χάμω
Τις θλίψεις τις χτεσινές
Και τις ερχόμενες
Στο ίδιο τραπεζάκι καθισμένοι
Στο ίδιο υπόγειο στέκι όπως άλλοτε
Με τις ψάθες και τα ξεφτισμένα μαξιλάρια
Και τη μορφή τού Rory με τη Stratocaster•
Εσύ θα μιλάς τρυφερά
Για τους αδικοχαμένους που θυμάσαι σαν ήρωες
Και θέλουν πίσω στη ζωή να γυρίσουν
Παλεύοντας τα πηχτά σκοτάδια τους
Για αστρικές μηχανές και ολογράμματα
Για έναν παράδοξο τρόπο
Που χρόνια γυρεύεις να σε διακτινίσει
Σε γεγονότα περασμένα
Σε άλλο χωρόχρονο
Ενώ εγώ θα σκέφτομαι και θα σωπαίνω
Πόσο παράδοξα όμορφη έμεινες
Μες στους αιώνες που μας χώρισαν
Ή αν έχασαν όλοι τελικά τα λογικά τους
Όσοι ξανανταμώθηκαν με μια νεράιδα.
◊
Λες και έπρεπε ν’ ακολουθήσω πιστά
Τα χνάρια τής ιστορίας
Δηλαδή γεγονότα που θ’ αντιστοιχούσαν
Σε τρεις μαζεμένες ζωές
Σε πόλεις κατεχόμενες και ταραγμένες
Από το αθεράπευτο μένος
Τού πλήθους των πολλών
Ανθρώπων που γύρευαν
Ν’ αποσυρθούν στου θανάτου τα ενδότερα
Στην πρώτη απόγνωση μ’ ένα ξίφος
Να κρεμαστούν από το καλάμι τού Κάιν
Να πέσουν από τα βάθη τ’ ουρανού
Ανοίγοντας χάσματα βαθιά στο οδόστρωμα
Ή ρίχνοντας λάδι στην ψηλή φωτιά
Να εξαγνίσουν τάχα τη σάρκα και ν’ αναληφθούν •
Έζησα τόσα πολλά με όλες τις αισθήσεις
Που η νύχτα σαρκώθηκε μέσα μου
Ποτά ατέλειωτα τσιγάρα
Βλακώδεις τσακωμοί σαρδόνιων και κρετίνων
Και κάπου κάπου
Εκείνη η σκυλίσια αγάπη
Στο κακό συναπάντημα
Καθώς και ο αιώνιος φόβος
Πως αύριο σαν τυφλό θα με σέρνουν οι Κήρες
Στα πιο κακοτράχαλα μονοπάτια τού Κάτω Κόσμου.
◊
Έμαθα να συγχωρώ επτά φορές
Όσους γυρεύουν να με θανατώσουν
Τα άδικα λόγια που βαραίνουν
Στις συνάξεις των φίλων και των ξένων
Στις πύλες τής αγοράς
Όπου αθροίζεται ο όχλος
Ακονίζοντας μαχαίρια πάνω στη δίκοπη γλώσσα
Στους καφενέδες όπου ακούγονται να πέφτουν
Τα ζάρια
Στη μεριά τής τύχης και τής ατυχίας
Ανάμεσα σε βλαστήμιες και πυκνές βρισιές
Φωνές και γέλια δυνατά
Πιστών και παραδόπιστων
Που ξέρουν να σταυροκοπιούνται όταν πρέπει
Χωρίς να πιστεύουν στην αγάπη
Χωρίς ποτέ να νιώσουν την αγάπη
Κατά φρένα και κατά θυμόν
Πολλά ορμαίνοντες για τον πλησίον
Αλλά να συγχωρώ και σένα,καρδιά μου
Εβδομηκοντάκις επτά
Γιατί σε κάθε γκρεμό που συναντώ
Με σπρώχνεις για να με λυτρώσεις.
◊
Όταν νυχτώνει
Οι φόβοι ξέρουν να σαρκώνονται
Η γριά με το μαύρο μαντήλι
Το ραβδί και το αρνάκι της
Που έσκιαζε πως θα με κάνει βράχο
Οι μισογκρεμισμένοι
Μεσότοιχοι στο ρημαδιό που μουγκρίζουν
Πριν έρθουν όλοι μαζί καταπάνω μου
Το στοιχειωμένο σταυροδρόμι
Που κάθε χρόνο ίδια μέρα
Ζητά τη θυσία του
Και προπάντων το πρόσωπό σου
Το πρόσωπό σου που φανερώνεται
Όταν με μάτια ορθάνοιχτα
Κοιτώ μέσα στα όνειρα
Τόσα και τόσα αισθήματα σαν εκατόμβη.
◊