Έργα και ημέραι Ωδαί στο Τίποτα,
η ωχρή κηλίδα της Κελλιότητάς της. Το υψηλό της κριτήριο είναι εγγενές, δε χρειάστηκε, διάολε, γι’ αυτό να κοπιάσει. Κουφαίνεται και συγκεντρώνεται σ’ ένα σποτ. Τίποτα έξω από αυτό δεν κάνει παρέα. Ένας ρόλος παύσεων που εκείνη τους δίνει ζωή όταν κατουράει ο σκύλος.
Είναι ενδελεχής στο να επιτελεί εργασίες. Μία εργασία- παύση- η επόμενη. Οι παύσεις αυτές είναι εκκωφαντικές στη διαδοχή τους, κόντρα στην επιμελή εκτέλεση της εργασίας. Θα έπρεπε να περπατήσει πολλά μέτρα χωρίς σταματημό, για ν’ αποκαλυφθεί στο μάτι η επαναλαμβανόμενη ακρίβεια της βραδύτητας εν κινήσει.
Τα κόκκαλά της έχουν συνδέσεις αμφίβολες, ο μυελός είναι αραιός, όλα τα υγρά φουσκωμένα ή διάχυτα μέσα στο σκληρό περιόστεο. Θα υποφέρει από υγρασία, όταν της λείπω. Το όριο των οστών είναι συμπαγές και διάφανο όπως το δέρμα της. Δεν έχω συναντήσει διαμπερές δέρμα, μου φαίνεται κάπως αναίσθητο· άμοιρο γεύσης, ακατάλυτο αφής, το δαγκώνω όταν βρω ευκαιρία, το πίνω.
Δεν ευκολοπαίρνεται, κι όταν αυτό συμβεί, η ηδονή που ψάχνω μέσα της, πάλι σε μένα επιστρέφει. Φωνάζω εγώ όταν την παίρνω, ακούω τον εαυτό μου να μουγκρίζει, είναι γελοίο αλλά δεν έχω γνωρίσει τίποτα πιο δικό μου, από τη φωνή της όταν τελειώνει. Δεν ξέρω εάν κι εκείνη γνωρίζει ότι είναι ένας άθλος για την αληθινή της φωνή. Την ανθρώπινη.
Όταν το κάνει μόνη της, θα της πω να τη μαγνητοφωνήσει.
Η αλυσίδα που δε σπάω είναι η τροφή της. Τρέφεται λιτοδίαιτα ως συνήθως, με τις λέξεις μου. Κάθε μέρα την ταΐζω λέξεις έναρθρων σπαραγμάτων. Τις βάζω μέσα στο δοχείο, μετά κοιμάμαι όταν ξυπνά, και βρέχει λίγο το παξιμάδι.
Γιατί δεν τη σπάω;
Μοιάζει πλοκάμι φυκιού καταπράσινης λίμνης με θαμπό νερό. Δίπλα, θαλερά βρύα, αναπνέουν πλουσιοπάροχα. Συχνά, σκεφτόμουνα -σε βάρος μου- πως αγαπούσε πιο πολύ τα βρύα… Η υγρή της βία που κάποτε μ’ αγκάλιαζε με βελούδινη ακινησία, η ζεστή, βρίσκεται εκεί όπου βασιλεύει ο αθόρυβός της κόσμος, απαράλλαχτος. Η αλυσίδα δείχνει λεπτή ή εγώ είμαι ο Ταρζάν. Κάπως πιο κουτός από τον Ταρζάν παραδέχομαι, μ’ αρέσει να χαζεύω πότε-πότε, να χαλαρώνω όταν σπιτώνομαι, δηλαδή, μπουνταλάς, σε άπταιστα ελληνικά.
Λέει: Τα φαιδρά σου πήγαινε-έλα, μου είναι αβάσταχτα,
(διορθ.) «τυραννικά» θα έλεγε εκείνη. Θέλει πάλι το δοχείο να πάρει παξιμάδι. Λέξεις με αρθρωμένα σπαράγματα μα ήτανε και μέρες ευδαιμονικής γραφής, ω! οι ωραίες μέρες. Τώρα σφάζομαι εξαιτίας της για το σύμφωνο.
Λέει πάλι: Αγαπώ τα σπλάχνα πιο πολύ από τον πούτσο σου. Τα εντόσθιά σου είναι πιο ωραία μέσα-έξω.
Είναι από αυτές που ρουφούν ασύδοτες γραφές από ξεκούμπωτους καλαμαράδες, σαν εμένα, που αξίζει να πληρώνουν και να πληρώνονται εκατομμύρια για τη συλλογή, την επιμέλεια και την αρχειοθέτηση των στεναγμών. Δες τα τεράστια κεφαλαία τους πως αλληλογλείφονται: Υστερικές. Επαναχαράξεις. Πεισματώδους. Οίησης. Οι παύσεις σε αυτές τις γκόμενες είναι τόσο κυκλωμένες που εξουθενώνουν όλα μας τα φωνήεντα, φίλε, σου λέω no mercy!
Δε με κοιτούσε συχνά, «κοίτα με» της έλεγα, καμμιά φορά άγρια, κι όταν με κοιτούσε, δε μ’ έβλεπε. Ήμουν το πράγμα της, το πλάσμα της, μ’ έμπαζε σπίτι της κι έκλεινε την πόρτα με ασυνήθιστη άνεση και πληρότητα. Σε κάτι θα της χρησίμευα πάντως προφανώς, εκτός από τα παραπάνω που έγραψα, κι ήμουν πράγματι πολυεργαλείο, χρηστικότατος, αρκεί που πάταγε ένα απλό κουμπί για ν’ αρχίσω να κελαηδάω.
Μιλούσε μελίρρυτα για το μελλοντικό μας γήρας: Από τον τρόπο που θα ζήσουμε κωλόγεροι όντες, μέχρι τον τρόπο που θα γαμιόμαστε, για να μας έρχεται πιο βολικά. Ακόμα κι όταν θα της παίρνουν συνέντευξη άμα εγώ τα κακαρώσω, μου έλεγε, πού και πώς θα στέκεται για να τους δείξει με τρεμουλιαστά χέρια, τα γράμματα, τα χειρόγραφα, τις φωτογραφίες, όλες τις μπομπίνες της εν λειτουργία, από τον καιρό που ζούσαμε μαζί και δε μ’ έβλεπε. Το στόμα της γινόταν ζουμερό, στο όριο της σιελόρροιας, γεμάτο παχιά «σ» που εκσφενδόνιζε με λάγνα, χαμηλή φωνή. Τη λάτρευα όταν το έκανε αυτό, κι εσύ θα τη γούσταρες αφού θα μιλάγατε για κωλόγερους, το ξέρω, εγώ απλώς μεθούσα με τις ηδονικές στιγμές της στο μεταίχμιο της μη- ζωής-ζωής μας.
Το πλοκάμι του φυκιού γι’ αλυσίδα, ήρθε μέρα, να βρεθεί σε τέλεια διάταση κι ακόμα πιο πολύ, ώσπου να πάρω κάβο την ατέρμονη διελκυστίνδα, μιας προσφιλούς μας έξεως. Η κοινοτοπία αυτού του κακού απλωνόταν και δεν άφηνε τίποτα όρθιο μέσα μας να ξαποστάσει και ν’ αναπαυθεί, να ευλογηθεί εντέλει, μήπως κι η ψυχή κάτι αποθησαύριζε. Τα χαζοτράμπαλα λοιπόν της έξεως «τίνος είν’ το παραπάνω», μετακινούνταν ανερμάτιστα πάνω-κάτω, γεννώντας οποιοδήποτε αίσθημα βιώσιμο, πάντα ερήμην. Ερήμην του άλλου εννοώ. Κι όσον αφορά στα συναισθήματα του «δυϊκού εμείς», ούτε λόγος να γίνεται, θα ήταν «του ματς» γι’ αυτήν. Άμα δεν γκρουβάρεις όμως… χέστα.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα ήταν από θεμιτός έως απαραίτητος, ένας δυϊκός αριθμός (σαν κι αυτόν τον ξεχασμένο στα τάρταρα της ελληνικής γλώσσας), έκφρασης, αντίληψης, ή ανάγκης των ζευγαριών να «παίζει» μεταξύ τους όπως και σε κάθε κοντινή σχέση ανθρώπων, ώστε να μπορεί καθένας να βγει, εκφραστικά τουλάχιστον, από το μονότονο σαρκίο του, όταν το βαριέται λίγο· να χαθεί στο δάσος, στη φύση, στα βάθη του άλλου, ναι ε; πλάκα θα είχε.
Φίλε, μπάστα με την τραμπάλα, πίνω μια από το ιρλανδέζικο κι επιστρέφω σπίτι. Επισκέπτομαι τους παιδικούς μου κήπους. Βρίσκω δέντρα που πεθάναν όρθια και δεν το καταλάβαμε ή δεν το κατάλαβαν τα ίδια, και μου κόβεται η ανάσα. Η μάνα μου λέει, ότι πάνε τρία χρόνια χωρίς να σκάσουν ένα φύλλο. Οι εποχές αλλάζουν χωρίς καν να τα ξεγελούν· το βρίσκω σκανδαλώδες. Αγκαλιάζω τα κομμένα δέντρα που τα κουτσούρεψαν, είναι αστεία, ψηλαφίζω τις πληγές τους.
Πετάω τα ρούχα και σκαρφαλώνω όσο μπορώ, όπως παλιά, στη ράχη τους, όλο το κορμί μου τα τυλίγει. Αρχίζω να σπάω τα χοντρά, ξερά λέπια του Γεροφύστικου κι επειδή γεμίζω ρετσίνια και μυρμηγκάκια, τον σιχτιρίζω, ενώ η άκρη του κλαδιού μιας λεμονιάς, ανθισμένης, χειμωνιάτικα, μου τρυπάει κυριολεκτικά και μεταφορικά τη μύτη. Διπλώνομαι στον λείο κορμό της ελιάς κι ανεβαίνω κι άλλο, φτάνω κοντά στο φύλλωμα, είναι το πιο ευγενικό δέντρο με διαφορά, αξίζει μέχρι και της ευγνωμοσύνης σου, αρκούσε λίγο φως φαντάσου, για ν’ αποκτήσεις ακόμα κι εσύ, στο χρώμα της, το ασήμι του κόσμου, κάθομαι καλύτερα τώρα, πιάνω να τραγουδώ.
Ξαναβρίσκω την αρχή απ’ όπου αναλήφθηκα.
Α: Μια μικρή βαρκούλα στο ποτάμι. Παρατάω τα κουπιά και κοιτάω τις ομορφιές μου, λιγωμένες πίσω, πάνω σε φουσκωτά μαξιλάρια. Να μας πηγαίνει το ρεύμα. Αχ, όνειρα.
PLAY- Σάμιουελ Μπέκετ, μτφρ. Δ. Κωνσταντινίδη
Η Ξένια Πολίτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε μεταξύ άλλων, υποκριτική και θέατρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έλκεται από τον λόγο σε όλες του τις εκφάνσεις. Γράφει κυρίως θεατρικά έργα, ενώ άρθρα της δημοσιεύονται κάθε μήνα σε λογοτεχνικά και πολιτικά sites, καθώς και σε περιοδικά.