László Krasznahorkai | Το τανγκό του Σατανά

VI

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ II

Τα βυζιά του διαβόλου, το τανγκό του Σατανά

 

«Αυτό που βρίσκεται πίσω μου παραμένει ακόμα μπροστά μου. Ποτέ δεν μπορεί να ησυχάσει ο άνθρωπος;» σκεφτόταν κακοδιάθετος ο Φούτακι καθώς επέστρεφε με την ελαφριά περπατησιά του και κυρτωμένος πάνω στο μπαστούνι του, στο τραπέζι των «τακτικών πελατών», δεξιά του πάγκου, δίπλα στον σιωπηλό και μουτρωμένο Σμιτ και την κυρία Σμιτ, η οποία τη μια σιωπούσε και την άλλη ξεκαρδιζόταν στα γέλια˙ σωριάστηκε στην καρέκλα και κώφευε στα λόγια της («Βλέπω, είσαι μεθυσμένος! Κι εγώ έχω την εντύπωση πως τα έχω κοπανήσει λιγάκι, θα ‘πρεπε ν’ αποφεύγω ν’ ανακατεύω τα ποτά, αλλά τέλος πάντων… παρ’ όλα αυτά περιμένι κύριος…), με απλανές βλέμμα, χαμένος μες στις σκέψεις του, έπιασε το νέο μπουκάλι κρασί και το γλίστρησε στη μέση του τραπεζιού δίχως να κατανοεί τι του συνέβαινε, δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να νιώθει τόσο μελαγχολικός , αφού σήμερα δεν ήταν μια οποιαδήποτε μέρα, ήξερε πως ο κάπελας είχε δίκιο, «λίγες ακόμα ώρες αναμονής» και ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα θα έφταναν για να βάλουν τέλος σε όλα αυτά τα χρόνια «άθλιας δυστυχίας», θα έσπαγαν την υγρή σιωπή, αυτές τις αναθεματισμένες φωνές της συνείδησης που έβγαζαν τους ανθρώπους από το κρεβάτι τους πρωινιάτικα αναγκάζοντάς τους, καταϊδρωμένους, πελαγωμένους, να βλέπουν τον κόσμο τους να βουλιάζει. Ο Σμιτ που αρνούνταν να πει έστω μια λέξη από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο καπηλειό (μουρμούρισε μόνο κάτι, με γυρισμένη την πλάτη «σ’ όλους αυτούς τους αναθεματισμένους», τη στιγμή που ο Κράνερ και η κυρία Σμιτ, μέσα στην οχλοβοή, μοίραζαν τα λεφτά), σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε οργισμένος τη γυναίκα του που ταλαντευόταν επικίνδυνα στην άκρη της καρέκλα της («Τα έχεις κοπανήσει λίγο… για να μην πω πολύ!… Είσαι εντελώς στουπί!»), και μετά γύρισε προς το Φούτακι που ετοιμαζόταν να γεμίσει τα ποτήρια. «Σταμάτα να τη σερβίρεις, διάολε! Δεν βλέπεις σε τι κατάσταση είναι;» Ο Φούτακι δεν απάντησε, ούτε και ζήτησε συγγνώμη, με μια χειρονομία του έδειξε πως συμφωνεί απολύτως μαζί του και άφησε γρήγορα το μπουκάλι κάτω. Εδώ και ώρες προσπαθούσε να πείσει τον Σμιτ, αλλά εκείνος κουνούσε μόνο το κεφάλι: κατά τη γνώμη του, «είχαν αφήσει να πάει χαμένη η μοναδική τους ευκαιρία» περιμένοντας καθισμένοι εδώ στο καπηλειό, σαν «δειλά πρόβατα», αντί να επωφεληθούν από την αναστάτωση που προκάλεσαν ο Ιερεμίας και ο Πέτρινα και να την κάνουν με τα λεφτά και, ακόμα καλύτερα, «ν’ αφήσουν εδώ τον Κράνερ να σαπίζει».    

[Σελ. 209,210,211]

 

László Krasznahorkai - Το τανγκό του Σατανά - Πόλις, 2018
Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου