Υπό εξαφάνιση
Η Μπεά είναι μισή φεγγάρι. Γι΄αυτό και τις νύχτες σκαρφαλώνει στις στέγες πάνω ακριβώς από τις φλεγόμενες τηλεοράσεις μας. Η Μπεά αποτελεί την τελευταία του είδους της. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό αιλουροειδές που ξέμεινε απ΄τις καταστροφές του καιρού.
Εργάζεται η Μπεά; Μα ναι, απασχολείται σε μια παράξενη εταιρεία καθαρισμού προσόψεων. Πελάτες της είναι κάτι μεγάλες, γυάλινες οικοδομές κάτω στο βιομηχανικό κέντρο. Ως το μεσημέρι η Μπεά πετά δεκάδες ορόφους πάνω απ΄το πλήθος. Όταν βγαίνει ο ήλιος προσεύχεται σμίγοντας τα λευκά της χέρια.
Έχει μυστικά η Μπεά; Μα ναι, κάθε βράδυ, όταν η πόλη ησυχάζουν και οι αγορές σφραγίζονται συναντά τις παλιές της συνήθειες. Όλες οι φιλενάδες της είναι νεκρές εδώ και χρόνια. Άλλη σε μια επανάσταση και κάποια από ξαφνική αρρώστια, όλες τους πέρασαν στην ιστορία. Γι΄αυτό και η Μπεά έμαθε να ζωγραφίζει προσωπογραφίες και μ΄όλες αυτές τις φωτογραφίες στα χέρια της διασχίζει το παροπλισμένο τμήμα του λιμανιού.
Η ώρα πέρασε. Σε λίγα λεπτά θα χτυπήσει το τηλέφωνο του θαλάμου. Ο Στηβ τηλεφωνεί απ΄την διπλανή πόλη. Τα νέα του είναι λιγοστά, αυτή η αγάπη αργοπεθαίνει, η Μπεά κλαίει και δεν το παραδέχεται, ρωτά πότε θα΄ρθει, πώς θα τον γνωρίσει έπειτα από τόσο καιρό, εκείνος γελά, απ΄την άλλη άκρη του κόσμου εκείνος γελά, η Μπεά χάνει τη φωνή του, τα φώτα έγιναν υγρά, τα φώτα που πεθαίνουν επάνω στους κηροστάτες, το πιο σκληρό, το πιο απάνθρωπο σόου για τα δικά σου μάτια, μονάχα Στηβ.
Η Μπεά θ΄αντέξει λίγο ακόμα; Μα ναι, η Μπεά είναι φτιαγμένη απ΄τα καλύτερα υλικά. Και ο Στηβ θα επιστρέψει και θα΄χει τη φωνή του στα χέρια της. Μα δεν φταίει εκείνη επειδή τ΄όνειρό της βυθίστηκε, έτσι δεν είναι;
Τα θέλγητρα
Η Μπεά δεν θα ΄ναι πάνω από είκοσι χρονών. Όλοι την αγαπούν στη μικρή της γειτονιά. Και περισσότερο απ΄όλους ο Στηβ, ο εργάτης των σιδηροδρόμων. Αγωνίζεται στην επίθεση της ποδοσφαιρικής ομάδας και όνειρό του είναι κάποτε να παίξει στους άνδρες. Γυμνάζεται όταν δεν είναι κοντά της και μαθαίνει να πειθαρχεί. Μα ο νους του είναι πάντοτε κοντά στην Μπεά και νιώθει πως δεν θ΄αντέξει τόσο να την αγαπά.
Χθες οι φίλοι του την είδαν στα καλά μαγαζιά. Την συνόδευε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Της φερόταν, είπαν, μ΄ευγένεια και εκείνη χαμογελούσε, φιλώντας τον στην άκρη των χειλιών του. Ο Στηβ τίποτε δεν πιστεύει απ΄όλα αυτά. Και άλλωστε τ΄απόγευμα, όταν την συναντήσει κάτω απ΄τ΄άγαλμα του ιχνηλάτη Χριστού, θα την ρωτήσει μες στην αγκαλιά του και εκείνη θα γελάσει, θα γελάσει, θα γελάσει ως το τέλος του κόσμου, δίχως ν΄αποκρίνεται.
Κόκκινο, κόκκινο το φόρεμά της,
κόκκινα, κόκκινα τα χείλη της,
και τ΄όμορφο σύννεφο
στα χέρια της δροσιά,
στα χέρια της
Ο Στηβ τώρα φυλακίστηκε και πρόκειται να εκτελεστεί. Η ζωή του χωρίς εκείνη είναι άδεια και ούτε μια στιγμή δεν φοβήθηκε για το τέλος του. Μονάχα που του λείπει η φωνή της και ο Στηβ εύχεται ο δικαστής ν΄αποφασίσει νωρίτερα, νωρίτερα
Φόντο
Η Μπεά είναι η πρωταγωνίστρια. Θα πει τα λόγια της εμπρός απ΄το μαγευτικό σκηνικό. Μια πόλη λέει, θ΄ανάβει βαθιά μέσα της. Η λεπτή γραμμή του σώματός της, τα νωχελικά φώτα που θαμπώνουν τη σκηνή, οι κούκλες με τις παραδοσιακές φορεσιές που ανεμίζουν, η Μπεά που προσεύχεται και λέει τον ρόλο της και γερνά, κάτω από εποχές και έρωτες και τον εξωτικό Μπολιβάρ, όπως ονόμασε τ΄όνειρό της προτού συνάψει τη μυστική συμφωνία που καθώς συνηθίζεται συνάπτεται στα βάθη αρχαίων ατελιέ διατηρώντας ακλόνητη τη διαχρονική και παράξενη υπόστασή της.
Απόστολος Θηβαίος