[Νόστος ή ονείρου κύκλοι]
Νερά κελαρύζουν
Στους κελάδοντες ποταμούς
Θάλλουν αγέρωχα τα πλατάνια
Δίχως κιθάρα τραγουδούν τα πουλιά και
Το φεγγάρι
Ακόμη μισό
Φωτίζει μέσα στα σκοτάδια
Το μονοπάτι που ξετυλίγεται
Σα νά ‘ταν φίδι στην ποταμιά
Όπου λένε ότι πέρασε κάποτε
Μ’ ένα σανδάλι
Τα θυμωμένα ρείθρα των θεών
Ο ήρωας• κι εγώ στέκομαι εδώ από μάρμαρο
Η ειμαρμένη για τα καλά με κεραύνωσε
Να υφαίνω τραγούδια στη φωνή σου
Και από τις δασωμένες ράχες
Ν’ ακούω το χορό που κατεβαίνει σαν ποτάμι
Για να χορέψει πάνω στην καρδιά μου
Με γέλια τρανταχτά σαν καταφθάνουν
Μες στα χαρούμενα μισά τής νύχτας
Όπως στο πανηγύρι ενός νησιού
Που μας ξένισε τα χρόνια τού μέλλοντος
Νεράιδες ή Μούσες ποιός το ξέρει
Πιασμένες χέρι χέρι πιάνοντας φωτιά
Σέρνοντας την καμάρα και τη στάγκαινα
Ώσπου χάνονται ξαφνικά σα δάκρυ
Μακριά στων ματιών μου την άκρη
Στον γκρεμό που βαθαίνει τη μνήμη.
[Σημειώσεις Ποιητικής]
Για τους φίλους που χάθηκαν για πάντα
Στο βλέμμα μιας μοιραίας γυναίκας
Για όσους σπάραξαν τα θηρία
Ή τους κατάπιε για τα καλά το σιδερένιο κήτος
Το απύλωτο στόμα τής Βαβυλώνας
Για εκείνους που πάλεψαν μέχρις εσχάτων
Φρουρώντας τις τελευταίες μεγάλες ιδέες
Τα τελευταία απομεινάρια τής ανθρωπιάς
Ενάντια στις αιχμές και τα δοξάρια τού όχλου
Και μάτωσαν για ένα ξεχασμένο ιδανικό
Για τους λίγους που δε λογάριασαν το θάνατο
Για τους ελάχιστους που ακόμη πιστεύουν
Πώς δεν υπάρχει λόγος να ζεις
Αν δε μένεις σταθερά πιστός σε μιαν άποψη
Για τους φίλους που αγάπησαν
Γυναίκες μαζεύοντας άνθη και καρπούς
Σε δάση και σε λιβάδια
Πριν φύγουν μακριά με γέλια τρανταχτά
Χτενίζοντας χαίτες αλόγων
Νεράιδες φωτεινές με το φιλί στο στόμα
Κόρες των εσπερίδων με γλυκούς μαστούς
Για όλους αυτούς που ξέχασα να χαιρετίσω
Απ’ όταν έφυγα με τα φτερά
Τού μεγάλου αετού στην ερημιά
Στα πιο μακρινά νησιά τής Υπερβορείας
Ακόμη χρωστώ να γράψω ένα τραγούδι.
[Σχεδία στις όχθες τού Hudson]
Σα μια σχεδία
Στο χείλος τού αφρισμένου ποταμού
Γλιστρώ πάνω στο γέλιο σου
Που το ακόνισαν κεραυνοί στην αιθρία
Το σμίλεψαν νεράιδες στην ερημιά
Στην όμορφη γύμνια σου
Στα γλυκά θέλγητρά σου βουλιάζω
Κόρη που για μένα γυμνώνεις
Πριν φτάσει η νύχτα με τ’ αστέρια της
Πριν έρθει ο ύπνος με τα όνειρά του
Να σου χαρίσω
Να σου πλέξω από τραγούδια στεφάνια
Ήχους από φιλιά
Μη μ’ αφήνεις
Τώρα που οι εχθροί μου
Μοιάζουν να πληθαίνουν
Θρέφοντας μέσα μου νύχια και δόντια
Και μάταια γυρεύω απόκριση
Πού έκρυβες τη στοργή και τον οίκτο
Πότε στέγνωσαν τόσα ποτάμια
Από δάκρυα στα σωθικά μου.
[Είσοδος ή ο σαλός στο δάσος με τα παραμύθια]
Ανθισμένο
Και οι φυλλωσιές δροσερές
Με τους καρπούς να ροδίζουν, το δάσος
Σα στήθος κόρης που γυμνώνεται αργά
Πριν πέσει γλυκά η νύχτα στους κοιτώνες
Και όλοι μεμιάς ξεσηκωθούν οι ίμεροι
Σαν έντομα μεθυσμένα από χαρά
Στους κάλυκες βουίζοντας των ανθισμών
Καθώς με τόλμη φανερώνονται οι αισθήσεις
Ένα σουραύλι κάνει
Τις πέτρες να κυλούν μήπως δε χορταριάσουν
Και το σιγανό ποταμάκι τής ρεματιάς
Πίσω στη μάνα του να μη γυρίσει
Καθώς δύο λέξεις μετά τραγουδούν
Για να θυμίζουν
Νερά που κελαρύζουν
Σταρήθρες που κελαηδούν στους έξω κόσμους
Ψηλά στις έναστρες φωλιές τού γαλαξία•
Όλα βουλιάζουν
Βαθιά μέσα στα κύτταρά μου
Εικόνες σαν αντίλαλοι τού μέλλοντος αιώνος•
Όμως εκείνη η θλίψη η παλιά στη μνήμη
Που βόσκει τον καημό στα χρώματα
Ακόμη δε λέει
Η σπιτωμένη πόρνη να με αφήσει
Ήσυχο μέσα στου δάσους τη γαλήνη.