Δεν είχα σχεδόν κλείσει τα δεκαεφτά όταν μπήκα στο βαπόρι απ’την Πάτρα, αρχικά για Μασσαλία και στη συνέχεια με το υπερωκεάνιο για το Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον Γράμμο, δεν κατάφερε να διαφύγει στην Αλβανία. Πίσω έμεινα εγώ, ο δεκάχρονος αρρωστιάρης αδερφός μου και η μάνα μου. Πριν φύγω εκείνη έκανε την ράφτρα αλλά τα λεφτά δεν φτάνανε να συντηρήσει το σπίτι. Όταν πέθανε και η μαμά του μπαμπά μου, που απ’όλα τα παιδιά της βοηθούσε πιο πολύ εμάς, το πήρα απόφαση. Τη μέρα που το ανακοίνωσα η μάνα μου δεν είπε τίποτα, ούτε που πας παιδί μου ούτε τίποτα, μόνο σκοτείνιασε. Μου έδωσε και το γαμπριάτικο του πατέρα μου γιατί μπορεί να έπιανα και καμιά καλή δουλειά όταν μάθαινα πια τη γλώσσα-που ξέρεις;
Δεν χρειάστηκε όμως. Εδώ και είκοσι χρόνια δουλεύω λιμενεργάτης στον νότιο ντόκο της Αβεγιανέδα του Μπουένος Άιρες. Το φόρεσα δυο τρεις φορές στις πρωτοχρονιάτικες χοροσπερίδες του συνδικάτου και το φύλαξα κειμήλιο. Κάθε μήνα τον μισό μισθό τον έστελνα έμβασμα στη μάνα μου να μεγαλώσει τον αδερφό μου. Εκείνος σπούδασε και έγινε στέλεχος σε μια μεγάλη γερμανική επιχείρηση. Αυτό όμως το τελευταίο το έμαθα τώρα, η μάνα μου είχε σταματήσει να μου γράφει πριν πέντε χρόνια που αρρώστησε. Δεν έμαθα κάποιο νέο του από τότε, μέχρι που τον ξαναείδα σήμερα στην κηδεία της μαμάς μας. Τραβήξαμε και μια φωτογραφία οι δυο μας που είπε ότι θα μου ταχυδρομήσει στο Μπουένος Άιρες όταν γυρίσω. Έγχρωμη φωτογραφία, μου τόνισε.
*****
Μιχάλης Παπαχατζάκης. Γεννήθηκε και ζει στο Ηράκλειο Κρήτης το 1977. Σπούδασε και εργάζεται ως πολιτικός μηχανικός. Γράφει στο ιστολόγιο giati-baba.blogspot.gr