Ήταν συννεφιασμένη μέρα. Έκανε αποπνικτική ζέστη κι έβρεχε σκόνη. Αφρικανική σκόνη στην Ελλάδα, τα καλά της παγκοσμιοποίησης βλέπεις. Έριξε τρεις γεμάτες κουταλιές καφέ στο μπρίκι, λίγο νερό και περίμενε τη φωτιά να κάνει τη δουλειά της. Κοίταξε την πόλη από ψηλά. Ήταν ωραία σ’ εκείνο το δώμα. Μην φανταστείς πολυτέλειες. Ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, μια καρέκλα, o υπολογιστής και τα βιβλία του. Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Μόνο τα απαραίτητα κι αυτή την υπέροχη θέα. Είχε ανάγκη από κάτι ‘’ωραίο και υψηλό’’ -όπως συνήθως έλεγε- οπότε κάπως έτσι το ’χε βρει, ζώντας σε μέρη σαν και τούτο. Έβαλε τον καφέ στο φλυτζάνι και το ’φερε στα χείλη του. Η χθεσινή ανάμνηση τον ξύπνησε αμέσως. ‘’Μα τί μ’ έπιασε πάλι;’’, σκέφτηκε. Είχε δώσει στον εαυτό του όρκο αυτοσυγκράτησης, πειθαρχίας, συμμόρφωσης -όπως και να τον ονομάσουμε δεν έχει σημασία- σημασία έχει ότι τον είχε παραβεί για μία ακόμα φορά. Κάθισε στην καρέκλα του αποκαμωμένος, στεγνός. Ο ήλιος φώτισε το πρόσωπό του στιγμιαία, μα στη συνέχεια εξαφανίστηκε, βυθίζοντας το βλέμμα του στο σκοτάδι. Ξαφνικά, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκε μηχανικά κι άνοιξε την πόρτα.
– Έτσι ανοίγεις καλέ εσύ; Με τα σώβρακα; Μυαλό δεν θα βάλεις ποτέ μου φαίνεται.
– Καλημέρα Λίτσα. Τί κάνεις εδώ; Τη ρώτησε καχύποπτα.
– Tι κάνω; Μου φαίνεται πως πρέπει να σταματήσεις το πιοτό, σε χαλάει, του απάντησε.
– Λίτσα ξαναλέω, τί κάνεις εδώ; Της φώναξε με αυστηρό ύφος.
– Άκου, μην μου το παίζεις νταής εμένα. Χθες που ήρθες στο μαγαζί, εκτός από τα φιλιά και τα αναστενάγματα, ξεστόμισες ότι θέλεις να ’ρθω το πρωί να σε βρω.
– Είχα πιει χθες και το ξέρεις, απάντησε, ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του.
– Και τί ’μαι γω ρε; Αλκοτέστ; Δεν μου πες να ’ρθω; Ε, ήρθα. Ήρθα γιατ’ είμαι σωστή, γι’ αυτό. Είμαι σωστή, μ’ ακούς; Με αρχές… Κάτι που εσύ απ’ ότι φαίνεται δεν έχεις, του απάντησε θιγμένη, χτυπώντας την παλάμη της στο στήθος του.
– Εντάξει, εντάξει… Μη θυμώνεις, με συγχωρείς. Πέρνα μέσα, κάθισε. Της έκανε νόημα να καθίσει στο κρεβάτι.
– Ήρθα για να σε κάνω άνθρωπο, δικά σου λόγια αυτά, χθεσινά. Μ’ έβαλες και να ορκιστώ τρομάρα σου. Αμ, γίνεσαι άνθρωπος εσύ; Pώτησε, πιάνοντας να στρώσει το κρεβάτι του -σαν από αντανακλαστική κίνηση- χωρίς να περιμένει απάντηση. Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, καθώς τον κοίταξε λοξά.
– Άκου Λίτσα, δεν τα πάω καλά με τους όρκους. Εσύ όμως απ’ ότι φαίνεται τα πας. Και στην τελική, τί πα ’να πει όρκος; Ορίστε, ορκίζομαι! Να πω την αλήθεια; Ποιάν αλήθεια; O καθένας έχει τη δική του. Ή μήπως ορκίζομαι να τηρήσω την υπόσχεση μου; Άλλο πάλι και τούτο. Να τηρήσει κανείς αυτό που υποσχέθηκε κάποτε, σε μια πραγματικότητα που αλλάζει πιο γρήγορα κι απ’ τη σκέψη του. Τί μαλακίες Θεέ μου… Ορκίζομαι σου λέει μετά… Πίστη στην πατρίδα, πίστη στο λειτούργημα, πίστη στον παλιό καλό σκοπό. Όλοι οι όρκοι πάνε στ’ αζήτητα κάποια στιγμή… Αυτό ξέρω εγώ. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, ανάβοντας ένα τσιγάρο.
– Κοίτα, αν με κουβάλησες πρωινιάτικα για ν’ ακούσω τις φιλοσοφίες σου, δεν έχω όρεξη. Εξάλλου, εσύ μ’ έβαλες να ορκιστώ. Τώρα τί μου τσαμπουνάς, δεν καταλαβαίνω. Ήσουν σαφής και αποφασιστικός χθες, παρόλο που ήσουν μεθυσμένος. Δεν σ’ έχω ξαναδεί έτσι και γι’ αυτό ήρθα εξάλλου. Αν αρχίσεις όμως πάλι τα ίδια, θα φύγω, στο λέω, του είπε και θα το ’κανε, δεν μασούσε τα λόγια της.
– Όχι κάτσε, μη φύγεις… Μ’ αρέσει που ήρθες, της απάντησε καθησυχαστικά.
Την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε. Αυτή είχε έξυπνα, μαύρα μάτια και μια ομορφιά κλασική, σαν εκείνες τις ηθοποιούς του παλιού σινεμά. Φαινόταν λίγο ταλαιπωρημένη από τη θητεία της στη νύχτα, ωστόσο έδειχνε καλοβαλμένη, δεν σου πήγαινε το μυαλό αν δεν την ήξερες. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν περιποιητική. Όχι με όλους. Μόνο μ’ αυτούς που εμπιστευόταν. Μόνο μαζί του δηλαδή. Την είχε γνωρίσει πριν από χρόνια, σ’ ένα στριπτιζάδικο στην εθνική οδό. Ήταν καταπληκτική χορεύτρια -σπουδαγμένη από μικρή- και τόσο δημοφιλής στους πελάτες του μαγαζιού, που ένα βράδυ κάποιος από δαύτους κόντεψε να τη βιάσει μέσα στο καμαρίνι της. Αυτός περνούσε απ’ έξω για να πάει τουαλέτα, όταν την άκουσε να ουρλιάζει με μανία. Μπούκαρε μέσα και δεν του χαρίστηκε. Πίστευε ότι το να βιάσει κανείς μια γυναίκα, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να κάνει ποτέ ένας άντρας. Και τα πιστεύω του -όποια κι αν ήταν αυτά- τα υπερασπιζόταν δίχως να λογαριάζει το κόστος. Δεν τα ’βαλε και με κανέναν τυχαίο, μη νομίζεις, ο τύπος που πήγε να της κάνει κακό, είχε στη δούλεψή του ένα σωρό τσογλάνια, ήταν επικίνδυνος. Ρίσκαρε το τομάρι του για να την προστατέψει κι αυτή δεν το ξέχασε ποτέ αυτό. Από τότε γίνανε ο ένας το στήριγμα του άλλου. Και πίστεψέ με, όσο τον χρειαζόταν εκείνη, τόσο τη χρειαζόταν κι αυτός, ούτε λέξη παρακάτω.
– Ώστε ήρθες να με κάνεις άνθρωπο, ε; Τη ρώτησε.
– Ναι, είπαμε! Ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει να επαναλαμβάνομαι, του απάντησε μ’ ένα κρυμμένο νάζι.
– Και πήρες όρκο γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;
– Άλλη μια φορά να με ρωτήσεις και θα σε χτυπήσω, στ’ ορκίζομαι! Του είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
– Ώπα Λίτσα, με το μαλακό οι ορκωμοσίες! Δεν είναι για χόρταση! Θα με κάνεις άνθρωπο ή θα με χτυπήσεις; Τη ρώτησε μ’ εκείνο το βλέμμα που έπιανε σχεδόν πάντα.
– Τώρα θα δεις! Φώναξε πέφτοντας πάνω του, δίνοντάς του ένα υγρό φιλί στο στόμα. Μείνανε για λίγο αγκαλιασμένοι, σε παύση.
– Ωραία λοιπόν! Ήρθες να με κάνεις άνθρωπο και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Τί είναι όμως άνθρωπος;
– Εγώ κι εσύ. Αυτό είναι άνθρωπος, του απάντησε χαριτωμένα.
– Έλα σοβαρά, πες μου. Τί είναι άνθρωπος για σένα;
– Πάντα περίεργος ήσουν και γι’ αυτό μου άρεσες. Περνιέσαι για σπουδαίος τάχα μου. Θα σου απαντήσω λοιπόν. Θα προσπαθήσω τουλάχιστον. Άνθρωπος είναι, άνθρωπος… Άνθρωπος είναι το ζώο που σκέφτεται! Καλό;
– Ναι! Καλό… Είπε σκεπτικός. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Στη συνέχεια έπιασε ένα βιβλίο απ’ το γραφείο του και σηκώθηκε όρθιος. Άρχισε να το ξεφυλλίζει.
– Ο Ντοστογιέφσκι ξέρεις τί είχε πει γι’ αυτό;
– Όχι, τί είχε πει;
– Είχε ορίσει ως άνθρωπο… Το δίποδο ον που είναι αχάριστο, της απάντησε.
– Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Δηλαδή;
– Είμαι αχάριστος εγώ Λίτσα; Τη ρώτησε και η φωνή του κάπως ράγισε για μια στιγμή.
– Όχι καλέ… Αν ήσουν αχάριστος -σύμφωνα μ’ αυτά που λες- θα ’σουν και άνθρωπος και για θυμήσου, γιατί νομίζεις ότι ήρθα εδώ εγώ σήμερα;
Κοίταξε για λίγο τη θέα απ’ το παράθυρο και μετά γύρισε και κάρφωσε τα μάτια της, σαν να ’θελε να δει το μέσα της. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Χαμογέλασαν σαν ν’ αποκαλύφθηκε ένα παλιό μυστικό, ένας γρίφος. Η Λίτσα δεν έφυγε από το δώμα εκείνη τη μέρα, ούτε την επόμενη, ούτε και τη μεθεπόμενη. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν κι ο όρκος τους έγινε πια επίσημος. Μετακόμισαν εκεί κοντά, σ’ ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα στον πρώτο όροφο κι εκείνη άφησε τη νύχτα και του αφιερώθηκε ολοκληρωτικά, μάλιστα έπιασε και πρωινή δουλειά σ’ ένα καφέ ως σερβιτόρα. Έγινε η καλύτερη σύζυγος που θα μπορούσε ποτέ να έχει αυτός, γιατί και τον φρόντιζε, και τον ευχαριστούσε, αλλά και τον καταλάβαινε. Τα είχε όντως καταφέρει, τον είχε κάνει ‘’άνθρωπο’’, όπως είχε ορκιστεί.
Ένα βράδυ όμως εκείνος δεν γύρισε σπίτι. Εξαφανίστηκε, χωρίς να πει κουβέντα και κανείς δεν είχε νέα του. Οι μέρες περνούσαν και τα ίχνη του χάθηκαν. Αυτή όμως δεν σταμάτησε να ελπίζει. Έλεγε και ξαναέλεγε μέσα της, ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά από αρκετό καιρό, ένας από τη γειτονιά της σφύριξε, πως κάποιοι γνωστοί του τον είδαν στα παλιά της λημέρια ‘’τύφλα’’ και ‘’μετά παρέας σένιας’’, όπως χαρακτηριστικά είπαν. Τότε η Λίτσα κατάλαβε, τί ακριβώς εννοούσε ο Ντοστογιέφσκι και όρκο δεν ξαναπήρε ποτέ στη ζωή της.
* * * * * *
Ο Γρηγόρης – Γ. Γαϊτανάρος σπούδασε νομικά (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) και χορό (I.F.P.R.O-Paris), με μεταπτυχιακά στο σχεδιασμό των παραστατικών και οπτικών τεχνών (Middlessex University of London-AKTO) και τη δημιουργική γραφή (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας-Ε.Α.Π.). Δραστηριοποιείται -στην Ελλάδα και το εξωτερικό- ως δημιουργός, σκηνοθέτης, χορογράφος και δάσκαλος στο χώρο του χορού, του θεάτρου και του κινηματογράφου και εργάζεται ως δικηγόρος (Δ.Σ.Π.).