Νικόλας Περδικάρης | Το πορτοκάλι της ερήμου

© Elliott Erwitt

 Σε νιώθω στα κόκκαλά μου όταν έχει υγρασία, μα και όταν κάνει ζέστη, μεσ’ το κατακαλόκαιρο, σε νιώθω να κυλάς εκεί μέσα, στην οστέινη μάζα κάτω απ’ το δέρμα μου, με επιδέξιες φιγούρες τρυπώνεις…

…Πριν να φύγουν για μια τρυφερή βόλτα στο χωριό, οι γέροι γονείς μου, που τώρα ξαναθυμήθηκαν τα νιάτα τους, έδωσαν ευχή σε καθένα από τα παιδιά τους να μη μείνει μόνο για πολύ. Τι παράξενο. Είμαι το μόνο παιδί τους που στέκεται  ακόμα ζωντανό, πλάι στον ίσκιο μιας οροσειράς σκύλας.  Κι όμως εδώ, στα άγονα μέρη μας, φυτρώνει τ’ απογεύματα το πορτοκάλι της ερήμου. Όπου να ‘ναι, θα σχηματίζουν ουρές οι περαστικοί για να το δουν, να προσποιηθούν πως το μυρίζουν. Ώσπου να κατανοήσουν και οι ίδιοι βαθιά ότι κρατάνε ή θα μπορούσαν να κρατάνε ένα δικό τους πορτοκάλι της ερήμου στα χέρια.

Όλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα στο φωτοτυπικό της Σαν Ζωρζέτ, στη δουλειά. Τότε που αισθάνθηκα πως ο κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από αντίγραφα. Ένα χαρτί που φωτοτυπώ για την αφεντικίνα μου είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το πρωτότυπό του. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με εμένα, όταν καταλαβαίνω ότι είμαι απλώς η εκδοχή κάποιου άλλου σαν εμένα, μόνο που αυτός δεν είναι εγώ και αντιστρόφως. Πόσοι και πόσοι ξεμένουν ως αργά στο γραφείο; Πόσοι και πόσοι επιστρέφουν, κάποτε, ξεθεωμένοι στο σπίτι για να φάνε στα όρθια το ίδιο σαλάμι, το ίδιο τυρί. Να, πίσω απ’ τη δαντελένια  κουρτίνα του σαλονιού μου κρύβονται καμιά δεκαριά σάρκινοι σωσίες, ψιθυρίζοντας το αυτονόητο ο ένας στο αυτί του άλλου. «Τα πάντα είναι θέμα οπτικής, κλίμακας  και διάθεσης».

Έτσι και οι γονείς μου, κατηφορίζοντας το μονοπάτι του σιωπηλού λόφου, είχαν την επιλογή να ενωθούν σε μια μάζα και να μείνουν αχώριστοι ως το τέλος της διαδρομής ή να θεωρήσουν τους εαυτούς τους αυτόνομες, αυτοτελείς  υπάρξεις, με δική τους λειτουργία και σκοπό. Στην πρώτη περίπτωση, θα έφριτταν ίσως μόλις ανακάλυπταν την ασχήμια, τη βάρβαρη όψη της αντανάκλασής τους στο ποτάμι ή στα σύννεφα. Στη δεύτερη περίπτωση, της ανεξάρτητης, συντροφικής μεν, αλλά ξεχωριστής ουσίας τους, οι προβολές της υπόστασής τους στο σύμπαν –με τη μορφή πότε περιγράμματος, πότε σκιάς – θα φάνταζαν ίσως λιγάκι πιο κομψές. Ο πατέρας μου θα είχε το δικό του «ολόγραμμα» στον κόσμο. Το ίδιο και η μητέρα. Δύο ξεχωριστά σύμβολα υποσημειώσεων στη σελίδα μιας κοινής ζωής. Όπως και να ‘χε, θα όφειλαν να είναι προετοιμασμένοι. Γιατί αυτή η μοναδικότητά τους μέσα στη νύχτα δεν θα ήταν παρά το αντίγραφο μιας άλλης μοναδικότητας και τούμπαλιν. Ένας αντικατοπτρισμός, τρόπος του λέγειν.

Καθώς η μητέρα μου γονατίζει για να ξαποστάσει αφήνοντας για λίγο το χέρι του συζύγου, μπορεί, αν θέλει, να κατανοήσει για τι πράγμα μιλάω, κοιτάζοντας τον εαυτό της στα λασπωμένα νερά. Αλλά όχι. Προτιμάει να αγναντέψει τη φύση. Έτσι, δεν θα παρατηρήσει ούτε αυτή, ούτε κανένας άλλος γύρω της, το πορτοκάλι της ερήμου. Έρημος είναι κάθε φύση, η οποία δεν βανδαλίζεται  επαρκώς από ανθρώπους. Τι να πούμε; Αν η μητέρα μου, την ώρα που έσκυβε να πάρει ανάσα, είχε στο χέρι της ένα πορτοκάλι και το έτεινε στον ήλιο, τι θα έβλεπε; Μα φυσικά, το πορτοκάλι της ερήμου. Αρκούσε μόνο να προβάλει νοερά τη μάζα της μικρής σφαίρας μπροστά σε εκείνη της μεγάλης πύρινης σφαίρας για να το διαπιστώσει: Αυτός ο στρογγυλός καρπός δεν είναι παρά ένας ήλιος σε μικρή κλίμακα. Αντίστοιχα, ο καυτός, μακρινός πλανήτης δεν είναι και αυτός παρά ένα μεγάλο εσπεριδοειδές σε απόσταση εκατοντάδων εκατομμυρίων χιλιομέτρων από τον άνθρωπο. Τι άλλο να κάνει, επομένως, αυτή η φαντασία με την οποία είμαστε εξοπλισμένοι εκτός από τα να σχετικοποιεί αποστάσεις και μεγέθη;

Είναι ήδη αργά, πιο αργά από πριν, σχεδόν νύχτα. Οι γονείς δεν επέστρεψαν απ’ τη βόλτα. Του λόγου μου, γυροφέρνω ένα πιάτο σα να είμαι μωρό. Τα τσακάλια της ερημιάς μου πέφτουν για ύπνο σιγά σιγά, οραματιζόμενα την  πιο άγρια φύση που τους αξίζει. Σκέφτομαι πάλι αυτές της μπούρδες περί αντιγράφων και συνεκδοχών. Δεν χρειάζεται να πιώ για να πω, πως παρατήρησα κάπου, στο ασαφές υπερπέραν, την πιο τολμηρή, την πιο τρελή εκδοχή του εαυτού μου να μου κλείνει το μάτι. Για λόγους συνετισμού, δήθεν ευπρέπειας, επιστρέφω στο φρούτο μου, μέσα στην πορσελάνη. Μόνο που τώρα δεν αντικρίζω κανένα πορτοκάλι. Στη θέση του βρίσκεται ένα αχλάδι. Και η εξοχή, απ’ το παράθυρο, αρχίζει να φουντώνει. Δεκάδες λύκοι κυκλώνουν το σπίτι. Γονείς πουθενά. Μεγαλώνω  μου φαίνεται. Ή τουλάχιστον,  έτσι διηγείται στ’ αυτιά ο αντικατοπτρισμός μου.        

         [Πρώτη δημοσίευση © Μονόκλ]


Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα» το 2014.