[Ένα τέλειο σχέδιο]
Ήξερε από παιδί ότι κάποια στιγμή θα το έκανε. Υπήρχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της ως ιδέα που κάποτε θα υλοποιηθεί όταν θα είχε την πείρα και την ψυχραιμία να την εκτελέσει. Ναι, ήταν σίγουρο πως θα ερχόταν η ώρα που «θα διέπραττε φόνο», όπως συνηθίζουν να γράφουν τα αστυνομικά δελτία. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήθελε να σκοτώσει κάποιον, όπως άλλα κορίτσια θέλουν οπωσδήποτε να κάνουν έναν μεγαλειώδη γάμο ή το γύρο του κόσμου. Δεν είχε σαφή εικόνα για τι θύμα της, αν και κατά τη διάρκεια των σαράντα πέντε χρόνων της είχε γνωρίσει και συναναστραφεί αρκετά άτομα που θα άξιζε να πεθάνουν με φρικτό τρόπο λόγω του άθλιου χαρακτήρα τους, της πρόστυχης συμπεριφοράς ή της ακραίας ιδεολογίας τους που ωθούσε τους άλλους στο να καταστρέφουν τις ζωές τους.
Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που ήθελε να γίνει δολοφόνος. Δεν σκεφτόταν να βγάλει από τη μέση κάποιον που μισούσε ή κάποιον που την είχε πληγώσει, απλώς επιθυμούσε να κάνει το τέλειο έγκλημα: έναν φόνο που θα αποτελούσε άλυτο μυστήριο – σημείο αναφοράς για τους εγκληματολόγους. Για να πετύχει κάτι τέτοιο, ήξερε πως το θύμα δεν έπρεπε να σχετίζεται άμεσα μαζί της, ότι δεν επιτρεπόταν να διατηρούν φιλικές ή επαγγελματικές σχέσεις. Θα ήταν μάλιστα καλύτερο να μην τους συνδέει τίποτα που να μπορεί να ανιχνευθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας και των ανακρίσεων, ώστε οι ειδικοί να μην καταφέρουν να την εντοπίσουν. Χωρίς κίνητρα, δύσκολο να την συνδέσει κάποιος με το φονικό.
[Σελ.11,12]
***
Περιεχόμενα:
Ένα τέλειο σχέδιο
Θερμοκοιτίδα
Τα κορίτσια που γελούν
Το δείπνο
Η κυρία με το καπέλο
Βοστόνη
Εύα Στάμου - Τα κορίτσια που γελούν – Αρμός, 2018