Έχετε ποτέ σας αγγίξει τσιμεντένιο τοίχο ή άσφαλτο μετά τις πρώτες ζέστες του Ιούλη; Ο πατέρας μου, που η Αθήνα πάντοτε τον πνίγει, όταν η μέρες αρχίζουν να γίνονται μακρόσυρτες συνηθίζει να λέει πως το πρόβλημα με τον πόλη μας είναι πως άπαξ και το τσιμέντο αρπάξει ζέστη. Άπαξ και ο πρώτος ήλιος το ποτίσει, εκείνο σα σφουγγάρι βαστά την θερμότητα βαθιά μέσα του κρατημένη. Σαν τάχα μου να καίει μια άσβεστη σπίθα μέσα σε κάθε τι που φτιάχνεται από τσιμέντο ή από άσφαλτο. Γι’ αυτό και αν, καθώς στους δικούς μας καιρούς ο καιρός έχει γίνει πέρα για πέρα άστατος, βρέξει δύο μέρες ύστερα, ας πούμε, από την εν λόγω πρώτη κάψα, και μετά τη βροχή βγεις και αγγίξεις ξανά τον ίδιο τοίχο, το ίδιο οδόστρωμα, θα δεις πως η ζέστη μένει. Ανεξάρτητα με το τι έπεται, το τσιμέντο πάντα καίει μετά την πρώτη ζέστη· αυτό είναι το ζουμί όλης αυτής -της ίσως ανούσιας- παραγράφου.
Μια τέτοια μέρα, λοιπόν, που τα φυτά διψάνε στα στενά μπαλκόνια, τα τζιτζίκια κρώζουν, ο δρόμος, τα σπίτια, οι αφίσες είναι όλα τους κίτρινα· μια τέτοια μέρα, ξεκίνησα νωρίς βαδίζοντας για πού δε ξέρω. Νωρίς, γιατί η χειμερινή μου ρουτίνα και ο φόρτος των προηγηθέντων εξετάσεων με είχαν συνηθίσει στην έλλειψη του ύπνου. Με άγνοια του προορισμού, γιατί είχα απλώς την ανάγκη να βγω στην πόλη. Τις μουντές μέρες του χειμώνα, είχα τάξει στον εαυτό μου πως την πρώτη μέρα που θα μπορούσα θα έβγαινα και θα περπάταγα, με τον ήλιο να μου καίει την πλάτη, με τις στρατιές των τουριστών να αναλώνονται στις πανομοιότυπες φωτογραφίες τους, που λίγο δείχνουν τον τόπο, παρά αποδεικνύουν πως οι ίδιοι πάτησαν στον τόπο. Λες και ταξιδεύουν από υποχρέωση και πρέπει να ‘χουν αποδεικτικά, από το κάθε μέρος που γυρίσανε. Ξέφυγα.
Συγχωρέστε μου αυτήν μου την αφηρημάδα στο γραπτό. Καθώς και την κάποια φτώχεια στο λεκτικό. Η ζέστη βλέπετε, μου τρώει το κεφάλι. Και τώρα ακόμη που γράφω μια διακατέχει μια θλιμμένη οκνηρία, μια μόνιμη νύστα, μα μονιμότερη αγρύπνια. Έτσι είναι τα καλοκαίρια. Οι πιο νυσταλέες αγρύπνιες. Για να ξυπνήσω τώρα, φαντάζομαι ένα παγωμένο ποτήρι με πορτοκαλάδα, μια φωτερή αυλή, τη σκια ενός ψηλού φοίνικα, το καυτό μάρμαρο της μνήμης αυτής της πόλης.
Ας συνεχίσω· χαμογελώντας, έκλεισα την βαριά πόρτα ξοπίσω μου, η καγκελόπορτα έβραζε, πάτησα την άσφαλτο και θάρρησα πως θα κολλήσει στα παπούτσια μου. Στο μικρό μου στενό, νοιώθω σαν σε μια προέκταση του σπιτιού μου. Τις ξέρω καλά τις μπουγάδες που ανεμίζουν στις βεράντες, τα μπαλώματα του δρόμου απ’τα μύρια έργα που κάνουν και ξανακάνουν οι δημοτικές αρχές, τις λάμπες. Αυτές οι λάμπες που είναι η κάθε μια, μία άλλη απόχρωση του κίτρινου (γιατί τις αλλάζει η ΔΕΗ σε ανύποπτο χρόνο, και ποτέ όλες μαζί) συνθέτουν τις ήσυχες νύκτες ένα ονειρώδες μωσαϊκό, μεθυστικό, καλεί την μνήμη. Τα σύρματα τους αιωρούνται σαν σκοινιά με απόκοσμο ή με χαρωπό τρόπο. Αναλόγως τα κέφια μου.
Η ζέστη και η υγρασία νυστάζαν την αντιληπτικότητα του μυαλού μου. Περπάτησα ράθυμα, αυτό το θυμάμαι, μα μάλλον ο βηματισμός μου είχε μια κάποια ταχύτητα, διότι, δίχως να το αντιληφθώ, γρήγορα βρέθηκα να ρέω στα πεζοδρόμια των μεγάλων δρόμων του κέντρου. Είχε και κει μια ίδια ανυπόφορη κουφόβραση, όμως η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ, η βρώμα των ανθρώπων που ιδρώναν περπατώντας, η δυσωδία του ποντικοφάρμακου και των μισογεμάτων κάδων μες στον καύσωνα, κάναν τα πνευμόνια μου τόσο βαριά, ώστε θυμάμαι να περπατάω ακόμη πιο γρήγορα, σα να ‘θελα να ξεφύγω από κάτι. Τώρα που το σκέφτομαι πιο καλά βέβαια, δεν υπήρχε κάτι για να ξεφύγω, δεν υπήρχε και λόγος να τρέχω, ουτε δικιολογούμουν να γκρινιάζω για την ζέστη· εγώ είχα διαλέξει να βγω πρωινιάτικα· μπορούσα να κάτσω ωραία και ήσυχα στον κλιματισμό μου. Πρωτίστως όμως, δεν είχα για πού να τρέξω. Κοιτώντας και ενθυμούμενος από νηφάλια απόσταση εκείνη τη μέρα, με φαντάζομαι έναν παράφρονα που τρέχει, έναν αστείο που δε ξέρει γιατί τρέχει. Είδες τι σου κάνει η «αστική ομοιογένεια».
Θες λοιπόν επειδή συνειδητοποίησα την κατάστασή μου και ντράπηκα, θες γιατί ήθελα να πάρω μια ανάσα και να κοιτάξω την Βιβλιοθήκη και την Ακαδημία (που πολύ μου αρέσουν), στο ύψος της Κοραή σταμάτησα να περπατάω τόσο γρήγορα. Και τότε έγινε ό,τι εν πάση περιπτώσει έγινε.
Αρχικά με φυσά κατακούτελα ένας ανεμιστήρας. Βγαίνω από τον λήθαργο. Και τότε τον βλέπω. Κουρασμένος, κουρελιάρης, μα πολύ χαμογελαστός· με χαρωπές κινήσεις. Με τόση καλοσύνη να ξεπετάει απ’ τα μάτια του. Ήταν μπροστά μου ένας άνθρωπος. Κάτι έδειχνε στον κόσμο που περνούσε, μα ο κόσμος, εμείς, κατά την προσφιλή μας συνήθεια κάναμε πως βιαζόμασταν. Ούτε βλέμμα, κανείς δεν κοιτούσε καν τι στο καλό ήθελε αυτός ο ανθρωπάκος. Σαν έφτασα μπροστά μου χαμογέλασε. Εγώ όχι. Με ένα τόσο καλοσυνάτο νεύμα μου πρότεινε ένα χαρτί και έναν ταλαιπωρημένο στυλό. Δεν έκατσα να διαβάσω και σοβαρά, μα έπιασα τις λέξεις ”Σύλλογος” ”Κωφάλαλων” ”Υπογραφές”. Λεφτά θα ζητούσε. Σίγουρα λεφτά· και να μην ήθελε λεφτά θα ‘θελε χρόνο. Και εγώ δεν είχα, βιαζόμουν. Είχα μέρη να πάω. Έκανα μια κίνηση με το χέρι μου· πρέπει να ψέλλισα και ένα ”Όχι, ευχαριστώ”. Ελπίζω τουλάχιστον να το έκανα. Με ξανάφτασε ο αέρας του ανεμιστήρα. Στο κέντρο κοσμοσυρροή, λαοθάλασσα· ένεκα μέρας εκπτώσεων το δίχως άλλο. Μου χαμογέλασε γλυκά.
Συνέχισα προς το φανάρι, που απείχε ίσα με πέντε, δέκα, το πολύ, μέτρα. Κοίταξα συνοφρυωμένος απ’τον ήλιο και από κάτι άλλο απροσδιόριστο που με ενοχλούσε. Είδα απέναντι το κτήριο της Ακαδημίας, νομίζω πως θα θυμήθηκα ότι υπήρχε ένας αρχαίος λόγος ”Υπέρ Αδυνάτου”. Μπροστά μου ένας κοτσονάτος, κουστουμαρισμένος τύπος. Εγώ ντυμένος με καλό πουκάμισο. Με κοίταξε, θα με πέρασε για δικό του, και μου είπε: «Έχουμε γεμίσει με ενοχλητικούς απατεώνες σαν τούτον». Έδειξε τον άνθρωπο με μια κίνηση του κεφαλιού. Ούτε το χέρι του δεν κίνησε. «Δίκιο θα ‘χετε», απάντησα.
Τότε κατάλαβα τί είχα κάνει και γύρισα το βλέμμα προς τον άνθρωπο. Τον είδα μέσα στην καταφρόνια, τον απατεώνα, χαμογελαστό, να προτείνει σε όλους τον στυλό του και το χαρτί. Όλοι περνάγαμε με γρήγορο βήμα. Κάποιο σηκώναν τον τηλέφωνο, τάχα να απαντήσουν σε μια κλήση. Αυτοί τουλάχιστον είχαν μια ντροπή. Στο χαρτί του ίσως να είχε πέντε υπογραφές, όλες με μπλε στυλό. Εκείνος κράταγε έναν κόκκινο. Τότε κατάλαβα. Μια κυρία, καθώς πρέπει, τον είδε και «λυπήθηκε». Αλλά δεν καταδέχτηκε τον «βρώμικο» στυλό του· έβγαλε μια ωραία Parker πένα και υπέγραψε. Ύστερα του έβαλε και ένα δίευρω στην τσέπη. Και προχώρησε χαρούμενα, χαϊδεύοντας μια τσάντα που άξιζε όσο το αμάξι του πατέρα μου.
Η Ντροπή μου καταπλάκωσε το στομάχι· πιάστηκα απ’ το τον στύλο του φαναριού. Ντροπή για μένα. Ντροπή για όλους μας. Τι είχα κάνει σε έναν κουφό, σε έναν άλαλο, σε έναν Αδύνατο. Θυμήθηκα τότε όσες φορές είχα δώσει λεφτά, ψιλά, μετά από το βιβλιοπωλείο, σε ανθρώπους. Ένοιωσα λίγο πιο καλά. Μετά θυμήθηκα την κυρία που πέρασε. Ο ανεμιστήρας, η ζέστη, η Ακαδημία, ο ανθρωπάκος που γεμάτος πίστη πλησίαζε τον καθένα μας, ο κύριος δίπλα μου που κοίταγε το μεγάλο ρολόι του. Όλα με έπνιγαν. Πιάστηκα πιο γερά. Θέλησα να κάνω εμετό. «Όλα καλά;», είπε ο κύριος. Κορδώθηκα αμέσως και χαμογέλασα: «Φυσικά, ευχαριστώ πολύ».
Τον κοίταγα· ήταν δίπλα. Θα μπορούσα να πάω να βάλω την υπογραφή μου· έστω τώρα· έστω μετά το λάθος. Είχε μετανοιώσει αληθινά, είχα ντραπεί. Το φανάρι άναψε πράσινο. Μπήκα σε δίλημμα. Ο κύριος με κοίταγε γεμάτος ενδιαφέρον. Σκέφτηκα ”θα τον βρω στον γυρισμό”. Ίσως ντράπηκα να γυρίσω στον απατεώνα, μπροστά στον κύριο. Χριστέ μου. Μακάρι να μην ντράπηκα αυτό. Κοίταξα τον άνθρωπο καλά. Η αναγούλα σχεδόν σταμάτησε και περπάτησα σα χαμένος την διάβαση. Σαν έφτασα στην άλλη όχθη του δρόμου, ανεπαίσθητα το μάτι μου έπεσε απάνω στο άγαλμα της Αθηνάς, αγέρωχο, πάνω στο ψηλό βάθρο. Ο Ήλιος σα να έγινε πιο καυτός, τιμωρητικός. Κι ένοιωσα το δόρυ της Αιδούς να μου τρυπά τα σωθικά. Σκεφτόμουν τι διάολο είχα πάθει. Έστριψα και, δεχόμενος τον πόνο, που τώρα μου σημάδευε την πλάτη, στωικά, συνέχισα τον δρόμο με κρυμμένη ταραχή και νωχελικό βήμα. Ούτε που γύρισα να ξαναδώ τον άνθρωπο.
M ο ν ό κ λ
Ο Νικήτας Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Η λογοτεχνία για εκείνον υπήρξε ανάγκη από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον ώθησε στον κόσμο των γραμμάτων. Σπουδάζει φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Λογοτεχνικά θέματα που τον συγκινούν είναι ο φόβος για το μέλλον, οι χαμένες ευκαιρίες και η εμμονή στο ασφαλές και εξωραϊσμένο παρελθόν.