Ο Αισθησιασμός του Καβάφη πάει πολύ πιο πέρα από τη λαγνεία, πολύ πιο πέρα από την κάθε εποχή. Διαβάζει κανείς λόγου χάρη το «ΜΙΣΗ ΩΡΑ» όπου χωρίς πολυτονικό και την αγαπημένη μας «διάλεκτο», θαρρεί πως γράφτηκε σήμερα. Θα μπορούσε να το… εκφέρει από μέσα του και «μὲ πολλὴν ὑπόληψι» δηλαδή, ένας χρόνιος πότης, διακριτικά, σε μια μπάρα ή να το ψιθυρίσει τύφλα, ένα ‘ρεμάλι’, με μουσική υπόκρουση Tom Waits ή κάτι τέτοιο, προτού, από τις πολλές αιωρήσεις, πέσει απ’ το σκαμπώ του τελικώς και γίνει περίγελως. Θα μπορούσε επίσης, να αισθανθεί το ποίημα έτσι ΑΚΡΙΒΩΣ, χορεύοντας σε έξαλλους ρυθμούς, ένας νεαρός clubber του Σαββατόβραδου παρόλο που τη Δευτέρα το πρωί, πιθανώς, να χασμουριόταν στο μάθημα, ενώ διδασκόταν την «ΙΘΑΚΗ».
Ο αισθησιασμός του Καβάφη πάει πολύ πιο πέρα από τη λαγνεία στο «ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ», πολύ πιο πέρα ναι, κι αυτή η λάθος Προστακτική που είναι μια Προστακτική ‘Ερωτότροπος’, σοφά κλητεύει.
Πάει πολύ πιο πέρα: ο ερεθισμός της αίσθησης κάνει την επιθυμία να γίνεται το όχημα της απόσχισης του σώματος από οτιδήποτε το ορίζει, το οδηγεί, το διαφεντεύει· ακόμα κι από την ίδια τη λαγνεία. Το σώμα φτάνει στην αυτονόμηση, στην αυτονομία, γεννά φυσικώς νέες αίσθήσεις, κι από μόνο του αποκτά μνήμη, στα αισθητήρια όργανά του, στις νευρικές απολήξεις του ώσπου…
…Ώσπου το σώμα γίνεται πάσχον. Η απουσία (φαντασιακό) κι η παρουσία (πραγματικό) του ερωτικού αντικειμένου, μπορεί να μην έχουν καμμιά αξία μπροστά σε τέτοιον παροξυσμό, στο άωτον.
Έτσι, φτάνει να καίει το αίμα. Κι ακριβώς τώρα θυμάμαι ότι είχα έναν Καθηγητή Φυσικής (!) στο Γυμνάσιο, που όντας φαλλοκράτης, δανείζοντάς μου τα ποιήματα του Καβάφη, μου είπε μια μέρα με νόημα:
– Μεγάλος Ποιητής αλλά είχε ένα κουσούρι.
-Τί κουσούρι; Ρώτησα ηλεκτρισμένη, δε μου απάντησε ποτέ.
Το αίμα ανεβάζει θερμοκρασία -Κύριε Καθηγητά- ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας του δελέατος! (εκ του δέλεαρ).
Είναι η ενοχή που καίει το αίμα και γλυκαίνει τον πόνο. Η Ενοχή, στοίχειωνε τον Καβάφη και για ό,τι φρονούσε εκείνος ως «παράνομο» και για ό,τι επέτασσε η κοινωνία της εποχής του.
Σε κάθε περίπτωση, μας άρεσαν πάντα οι πίστες που συχνά τσαλαβουτούσε ή ανέβαινε για να συναντήσει τους μύστες του ερωτικού του κόσμου αν και αναφορικά με το «ΜΙΣΗ ΩΡΑ», μπορεί να ήταν, μπορεί να ένιωθε πραγματικά μόνος. Ευτυχώς, είναι μαζί μ’ εμάς τους υπόλοιπους· δηλαδή, με μια ολόκληρη Οικουμένη.
Η Ξένια Πολίτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε μεταξύ άλλων, υποκριτική και θέατρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έλκεται από τον Λόγο σε όλες του τις εκφάνσεις. Τα δύο πρώτα της θεατρικά έργα «Τέρμα» κι «Εφιάλτης η ελπίδα», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Βακχικόν» ενώ άρθρα της, δημοσιεύονται κάθε μήνα, σε λογοτεχνικά και πολιτικά sites όπως και σε περιοδικά.