[Περί το τέλος της ημέρας]
Στο τραπέζι είχε απομείνει ένα μαχαίρι.
Πρωτύτερα είχε κόψει ή τραυματίσει.
Τώρα η αχρηστία το πάγωνε
Σαν πτώμα μικρού ζώου από ατσάλι.
Στο χαλί είχε απομείνει ένα πάτημα
Δεύτερο πόδι σαν να μην υπήρχε.
Εκτός κι αν αβαρές κι ανεμπόδιστο
Συμβάδισε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Μια φωνή απ’ την κοιλιά ως το λαρύγγι
Τραβούσε τα ξέφτια της μέσα μου.
Με τόση ορμή την είχε αρπάξει η νύχτα,
Που άφησε πίσω της ένα αυλάκι.
Αλλά δεν είδα ούτε τον φόνο ούτε τον δραπέτη.
Μόνο του φεγγαριού το κεφάλι.
Μπαινόβγαινε με πλήξη εδώ μέσα
Χωρίς να κλείνει τα παραθυρόφυλλα.
Έτσι, γευμάτισα με τον εαυτό μου
Κι έγειρα πια στο μαξιλάρι.
[Σελ.9]
[Η κυρία Ειρήνη]
Την πένθησαν ειλικρινά. Μα με τα χρόνια
Παρηγορήθηκαν αυτοί που την αγάπησαν.
Μόνη της κάθεται πια στα σκαλοπάτια
Και γευματίζει κίτρινα λουλούδια πελώρια
Τείνοντας στους περαστικούς τη βεντάλια:
«Προφυλαχτείτε! Με τον θερμόν αέρα
Λιώνουν τα πρόσωπα από παγωτό
Που τόσο λαίμαργα, τόσο απολαυστικά
Καταβροχθίζει ο έρωτας…».
Παιδάκια παίζουν μες στη βρόμικη ζάχαρη,
Αυτοκίνητα φρενάρουν στα φανάρια,
Κάποιος εντέλει θα ενοικιάσει
Αυτό το σπίτι με τα κίτρινα αποφάγια
Που έχουν μια τέτοια εγκάρδια μυρωδιά.
[Σελ.33]
[Μοιρασμένα καθήκοντα]
Θα ‘χει ασφαλώς τα νεύρα του ο θεός
Με τέτοια γενικευμένη αμάθεια.
Θα προτιμούσε διαβασμένους υπηκόους,
Αν δεν μπορούν να είναι ευφυείς
Και να μη μένουνε στους πέντε δρόμους.
Μα αφού ευθύνονται για τη δεινή πενία τους,
Για τους θανάτους των κοπαδιών και των παιδιών τους,
Αντιπαρέρχεται την οχληρή μουρμούρα τους,
Το έργο του είναι ν’ απλωθεί σοφά η νύχτα,
Ας κάνει κι η αστυνομία τη δουλειά της.
[Σελ.41]
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου - Παράκτιος οικισμός – Μελάνι, 2017