Ελευθερία Θάνογλου | Οι πέντε εποχές του κόκκινου

ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Πως
ξόδεψες τις στιγμές που δεν έζησες
κι εγώ με τι οικονομία μάζευα τις απουσίες σου
ανεκτίμητες παρουσίες
σ’ έναν μικρό κουμπαρά που τις χώρεσε όλες.
Την απόφαση πήρα
κι έσπασα τον κουμπαρά ένα βράδυ,
δεν χωρούσε άλλες απουσίες πια.
Κι αυτές ξεχύθηκαν στο πάτωμα
σύρθηκαν ως τα πόδια μου
και με ικέτευαν να μην τις ξοδέψω.

[Σελ. 11]


ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ 

Φόρεσε το σακάκι
κοιτώντας το είδωλό του στον καθρέφτη.

Πίστεψε πως μπορούσε να
κατακτήσει τον κόσμο μ’ ένα σακάκι.
Και η γυμνή κρεμάστρα;
Έμεινε γυμνή
κατακτώντας το κενό
της καλά κλειστής ντουλάπας.

[Σελ.28]



ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗΣ

Την φίλησε
εκεί που έπεφτε η μπλούζα της
αφήνοντας τον έναν ώμο ακάλυπτο.

Κι αυτή σήκωσε την μπλούζα
να μην κρυώσει το χνώτο του
που ‘ταν ζεστό σαν ποίημα.

[Σελ.47]



ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ

 

Δραματοποιώ καταστάσεις
ίσως για να καταφέρω να καταλάβω τελικά τον λόγο
της ύπαρξής μου,
γιατί μου αρέσει να ακούω ίσως
τους ήχους του θεάτρου μας.

[Σελ.67]



ΤΩΝ ΠΤΗΣΕΩΝ

 

                                                    Στον Κωστή

Τις Κυριακές ο πατέρας του
μας δάνειζε την μηχανοκίνητη ψυχή του˙
μια μικρή ξύλινη βάρκα.
Εμείς με αίμα που έβραζε στις φλέβες μας
δυο έφηβοι
με τις παλάμες μας γεμάτες καλοκαίρια
αρμενίζαμε σε θάλασσα που ξέραμε καλά.

Σαν φτάναμε απέναντι
σε ορφανό νησάκι
τα πέλματά μας βούλιαζαν στην λευκή την άμμο˙
τα νιάτα μας
τα όνειρα τα άγουρα
τ’ αγκάλιαζε η ζέστη
και πίσω από τα βραχάκια
μας χάζευε ένα μέλλον.

Στο στήθος μου
σταυρός δεμένος με σχοινάκι
στο στήθος του
μια άγκυρα χρυσή
κι όλη η αδελφική μας αγάπη
δροσερή
θύμιζε αυγουστιάτικο μελτέμι.

[Σελ.79]

 

Ελευθερία Θάνογλου - Οι πέντε εποχές του κόκκινου - Πικραμένος Γιάννης, 2017