στον Γιάννη Ψυχοπαίδη
Άφησα το ζεστό σου κρεβάτι,
τα λευκά σεντόνια, τα ήσυχα νερά
και πήγα σε κείνες τις πλατείες
του Ντε Κίρικο, στο υποσυνείδητο,
με τα κυλιόμενα φεγγάρια.
Φυσάει νοτιάς και μου σαρώνει τα νεύρα,
τα αρθριτικά, τις αναμνήσεις.
Βάδιζα σε ένα πεζοδρόμιο και πήγαινα
και δεν πήγαινα, λες και πατούσα
τεντωμένο σύρμα στο κενό.
Άλλο και τούτο, τα μισά τα ζω
και τα άλλα μισά τα φαντάζομαι.
Επιστρέφω σπίτι μαζί με τα σύννεφα.
Βλέπω εσένα γυμνή από τη μέση
και πάνω, τυλιγμένη σε ένα δέρμα
μεταξωτό, να πλένεις λαχανικά,
με χέρια πράσινα.
Ο αέρας γύρω σου επίσης
πράσινος, ένα γαλάζιο φέγγιζε
στο ταβάνι. Μύγα κάθισε στο στήθος,
τη διώξαμε μαζί με τη μέρα.
Προτού κλείσουν όλα, άνθρωποι, χρώματα,
αισθήσεις, έσκυψες και μου είπες:
«κοιμήσου, αύριο θα σου στολίσω
το χριστουγεννιάτικο δέντρο»,
και άρχισες ψιθυριστά ένα νανούρισμα,
λερωμένο, μεταχειρισμένο από παλιά.
Γιάννης Κοντός - Στο γύρισμα της μέρας – Κέδρος, 1992