Κάποτε ο Φαίδων είχε ενδώσει στην φορτικότητα μιας τσιγγάνας χειρομάντισσας κι είχε απλώσει το χέρι του. Του είχε πει κάμποσα, που τα είχε ακούσει αδιάφορα.
Μόνο του είχε μείνει μια φράση… «Πριν πεθάνεις θα ‘χεις μια ευκαιρία να μάθεις, αλλά δεν θα μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις».
Περπατούσε ο Φαίδωνας, περισσότερο από συνήθεια, κι άλλαζε συχνά πυκνά δρομολόγια για να μην βαριέται.
Έτσι και τούτη την φορά, είπε να κόψει δρόμο μέσα από μια γράνα, κι έπεσε σ’ ένα βαθύ σαϊτάρι*, που το κρύβανε τεράστια βάτα. Η άγρια εικόνα του τοπίου, του γρατζούνισε την αίσθηση, κάνοντάς τον ν´ ανατριχιάσει, πριν καν λαβωθεί.
Κοντοστέκεται στο μεταίχμιο του «πισωμπρός» και κατάχαμα στην πατησιά του βλέπει έναν παλιό καθρέπτη, πού ναι ρυτιδιασμένος από τριχοειδείς ρωγμές, σαν να ‘χει βγάλει γένια.
Τα γράμματα ξεθωριασμένα, ένα «α», που νομίζει με τ’ άλλα δύο, που αχνοφαίνονται, γράφει «έρα»…Περισσότερο για «καλησπέρα» του παιχνίδιζε το μυαλό ότι γράφει, παρ’ ότι ήξερε πολύ καλά, πως αυτοί οι καθρέπτες έλεγαν «καλημέρα».
Προσπαθεί να θυμηθεί, κι εκεί (δεν θέλει και πολύ φαίνεται) μεταφέρθηκε νοητικά αυτόματα, κι αναγνώρισε τον εαυτό του παιδί. Ίδιος κι απαράλλαχτος όπως τότε που καθρεφτιζόταν στις γούρνες του δρόμου, πηγαίνοντας στο σχολείο.
Με μια φόρμα μονόχρωμη μπλε βαθύ, ασορτί. Το από κάτω με λάστιχο στο τελείωμα και το πάνω σαν φούτερ με μικρό φερμουάρ στον λαιμό. Παπούτσι ελβιέλα και μια μπάλα δερμάτινη με λουρί κι εξογκώματα.
Ένα ρίγος τον διαπερνά, κι όπως κάνει να τακτοποιήσει τον πετρόκτιστο λαβύρινθο στο κεφάλι του, πισωπατεί.¨ Ένας αέρας γνώριμος και μυρωδάτος τον στέλνει πάλι στον καθρέπτη, αλλά τα πόδια του δειλιάσουν κι αντιστέκονται.
Ψάχνει να δει άλλα παιδιά του τότε, τζίφος. Κάποιοι άγνωστοι, αξύριστοι, καλοντυμένοι, περνούν σφαίρα με αυτοκίνητα, που ούτε είχε ξαναδεί .
«-Ρε καν’νάς γνωστός», πάει να διακωμωδήσει, μήπως και ξεπαγώσει, αλλά τίποτα.
Ξαφνικά γύρω του πηγαινοέρχεται περίεργος κόσμος και ντουνιάς.
Οι πιο πολλοί του είναι άγνωστοι, μπορεί παιδιά που μεγάλωσαν ή γνωστοί (γείτονες, συνεργάτες, συνάδελφοι, πελάτες κ.λπ.), που άλλαξαν με τα χρόνια, σκέφτηκε παρηγορητικά.
Ανάμεσα στο πλήθος οικείες μορφές, που τις έχει μάθει να θεριεύουν, όταν βρίσκεται με την πλάτη στης μοναξιάς το στενό σοκάκι.
Οι τύψεις με μαύρα ρούχα σκυφτές από το βαρύ φορτίο και δύσθυμες.
Οι ενοχές με ρούχα παραλλαγής πάνε τοίχο- τοίχο, μην πέσουν στο οπτικό του πεδίο.
Τα συναισθήματα με μπλουτζίν φθαρμένα, τατουάζ καβάλα σε μηχανές μεγάλου κυβισμού μαρσάρουν βάναυσα.
Τα όνειρα προδομένα τρεκλίζουν μ´ ένα μπουκάλι στο χέρι.
Οι στόχοι, άλλοι τακιμιασμένοι αλλού, άλλοι καταπατημένοι, κι άλλοι με φανταχτερά παράταιρα ρούχα , σαν παλιάτσοι.
Οι παιδικές και οι ώριμες αγάπες, λιωμένα κεριά.
Του ‘ρχονται στο μυαλό οι παιδικοί φίλοι, ό,τι πιο αγνό κι όμορφο, κι αρχίζει να τους ψάχνει μέσα στο πλήθος…
Κάποιους τους βλέπει, να προσποιούνται ότι δεν τον είδαν, κι απομακρύνονται αδιάφορα.
Κάποιοι άλλοι είναι εξαφανισμένοι- ένα σχολείο άντεξαν.
Αυτός, ο Φαίδωνας αυτοπροσώπως κι όλοι οι άλλοι.
Στον ίδιο τόπο ξένοι, παράλληλα σύμπαντα.
Αποφάσισε, θα γυρίσει πίσω.
Σφούγγισε με ανάποδη παλάμη το μέτωπό του και πισωπάτησε.
Ο ορίζοντας κόνταινε τον ουρανό και στην δύση ο ήλιος ξάπλωνε στα πολύχρωμα σεντόνια του.
Με μιας βρέθηκε στο χωριό του, όπου γινόταν η κηδεία του.
Ακολουθούσαν πίσω του σε πομπή, περίλυποι όλοι, όσους είχε συναντήσει προηγουμένως.
-Τον θυμάμαι…τον ήξερα…ήταν καλός άνθρωπος…θεός σχωρέστον!, έλεγαν μεταξύ τους εις επήκοον όλων.
Δυο σταχτιά πουλιά παρακολούθησαν τα συμβάντα στον Φαίδωνα.
Είχαν για καιρό χάσει την λαλιά τους, κι αφού σαράντισε έκαναν τον καημό τραγούδι.
«Μόνος έρχεσαι
και μόνος φεύγεις,
κι αν φίλους λες, πως έχεις,
ρώτα κι αυτούς, αν σ’ έχουν».
———————————-
* Σαϊτάρι= Βαθύ αυλάκι απορροής όμβριων υδάτων.
Ο Χρήστος Δ. Μαγκλάσης, χρησιμοποιώντας το λογοτεχνικό ψευδώνυμο(Κνάκαλος) ασχολείται από μακρού χρόνου με την λογοτεχνία, γράφοντας ποίηση και διηγήματα, προσπαθώντας να αποσαφηνίσει σκέψεις που αναβλύζουν και να αναδείξει ιδέες που αναζητούν τεκμήριο. Επίσης, ως blogger, ενδιαφέρεται για λαογραφικά στοιχεία και πρόσωπα, που η μνήμη τείνει να ακουμπά στο περιθώριο με προορισμό την λησμονιά. Έχει δημοσιεύσει πληθώρα ποιημάτων και διηγημάτων σε συλλογές, καθώς και σε διάφορα περιοδικά λόγου και τέχνης και στο διαδίκτυο.