Πάνε χρόνια από τότε που έγραψε την πρώτη του ιστορία. Τότε οι ιστορίες του, είχαν χρώματα και νότες και φως άπλετο που ξεχυνόταν σε κάθε γωνιά. Τώρα πια, τα δάχτυλά του χτυπάνε νευρικά στο τετράδιό του, το μολύβι γράφει και αμέσως μετά η γόμα σβήνει, σ’ έναν άτυπο και ανταγωνιστικό χορό μεταξύ τους. Περνάει ώρες πιέζοντας τον εαυτό του να βάλει σε σειρά τις σκέψεις και να γεμίσει τις κενές γραμμές μπροστά του. Μα οι σκέψεις πεισματικά τον περιγελούν και δεν μεταμορφώνονται σε λέξεις, αφήνοντας τον μόνο, να κάθεται στο γραφείο και να τακτοποιεί ό,τι μικρό και ασήμαντο έβλεπε.
Κάπως έτσι θα τον έβρισκε και εκείνη η μέρα. Ο συγγραφέας μας ξύπνησε, έφτιαξε τον πικρότατο σχεδόν δηλητηριώδη καφέ του και παρατήρησε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Το δέρμα του ζάρωνε πολύ τελευταία και η όψη του άλλαζε. Προσπαθούσε να προσέχει τη διατροφή του και να παίρνει τις βιταμίνες του κάθε μέρα, ωστόσο κάτι δεν λειτουργούσε τόσο καλά. Έκατσε στο γραφείο του αποφασισμένος. Σήμερα έπρεπε να γράψει έστω κάποιες προτάσεις. Μάταια όμως, το χέρι παρέμενε ακίνητο, καρφωμένο πάνω στο χαρτί.
Λένε πως οι συγγραφείς έχουν τη δυνατότητα να αφουγκράζονται καλύτερα τον εαυτό τους, να ψαχουλεύουν στις αποθήκες του υποσυνειδήτου τους και να συλλέγουν οτιδήποτε θα μπορούσε να γίνει τμήμα μιας ιστορίας. Αν ήταν έτσι, ο ίδιος είχε παντελώς κουφαθεί και το υποσυνείδητό του ,διπλομαντάλωσε τις πόρτες του ,αφού πρώτα άλλαξε τις κλειδαριές και παράλληλα πέταξε τα κλειδιά.
Άφησε και άλλους μήνες να περάσουν έτσι. Κλεισμένος στο δώμα του ,κάθε μέρα γερνούσε όλο και περισσότερο. Μέχρι, που ύστερα από τόση ταλαιπωρία, ξημέρωσε η μέρα που θα άλλαζε το φόντο του. Καθισμένος στην ίδια καρέκλα ,πίνοντας τον ίδιο, πικρό του καφέ άκουσε καθαρά μια λεπτή φωνή να απευθύνεται σ ’αυτόν. Κάτι του θύμιζε αυτή η φωνίτσα και το μυαλό του πήγε πίσω, όταν η συνείδησή του, του μίλαγε και εκείνος την άκουγε, όταν ακόμα μπορούσε να διακρίνει τα χρώματα και οι ιστορίες του ξεδιπλώνονταν πάνω από την πόλη.
Και άρχισε να θυμάται…και όσο θυμόταν άρχισε να τρομάζει. Καταλάβαινε πως οι αναμνήσεις που γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρες, αναφέρονταν σε μιαν άλλη εποχή. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν και ευτυχισμένος κάποτε. Τότε τα πάντα είχαν νόημα. Αγαπούσε και αγαπιόταν και η ζωή δεν ήταν μουντή αλλά πολύχρωμη. Τα πρωινά δεν ήταν τόσο κουραστικά και ο καφές ήταν πιο γλυκός. Ακόμα, και ο καθρέφτης έδειχνε ένα πρόσωπο τελείως διαφορετικό. Γελαστό, σίγουρο και αισιόδοξο. Όταν όμως την έχασε, έχασε μαζί της τα πάντα. Το χαμόγελό του, τα όνειρά του, τις ιδέες του. Απομονώθηκε σε αυτό το σκονισμένο δώμα και δεν σήκωνε τα τηλέφωνα σε κανέναν. Και οι γνωστοί του με τον καιρό τον έχασαν και οι κλήσεις λιγόστεψαν και τα χτυπήματα στην πόρτα αραίωσαν. Και αυτός κρυμμένος και ασφαλής στους τοίχους του- στα τείχη του- φρόντισε να πείσει τον εαυτό του, πως ήταν χαρούμενος ,που επιτέλους τον άφησαν στην ησυχία του.
Για λίγο καιρό πέρναγε τον καιρό του στο παράθυρο. Έβλεπε τους περαστικούς στο απέναντι πεζοδρόμιο και μια μυρωδιά από τη ζωή που προχωρούσε ,έμπαινε στα ρουθούνια του δισταχτικά. Περπάταγαν γρήγορα, αγχωτικά ή αργά, απολαυστικά. Μάλωναν ή αγκαλιάζονταν, ερωτεύονταν και αντάλλασσαν όρκους αιώνιας δέσμευσης και αυτός τότε, έκλεινε το παράθυρο και απομακρύνονταν, εκνευρισμένος με την βλακεία των ανθρώπων , που συνέχιζαν να πιστεύουν στο αιώνιο βυθισμένοι στην αφέλεια τους.
Τα απογεύματα τα πέρναγε γράφοντας , με ήρωες τους διαβάτες του πεζοδρομίου. Οι άνθρωποι περίμεναν τις ιστορίες του και έλεγαν πως είναι από τους λίγους συγγραφείς που μίλαγε μέσα στον καθένα. Τώρα άρχισε να καταλαβαίνει πως τόσα χρόνια δανείζονταν τις ζωές των άλλων, έκλεβε στιγμές των ανθρώπων που χάζευε, αντέγραφε εκφράσεις και συναισθήματα, για να στολίσει τη ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Ο ίδιος θεωρούσε πως εκφραζόταν και ο κόσμος πως είχε βρει τον ενδοσκόπο του.
Και όλοι ήταν σχετικά ικανοποιημένοι, μόνο που η σχετική ικανοποίηση εγκυμονεί μεγάλες απογοητεύσεις. Αρκεί μια στιγμή και η εντύπωση του ακούσματος μια φωνής, για να γκρεμιστεί ο χάρτινος κόσμος σου και να δεις πως πράγματι είναι τα πράγματα. Έβλεπε τα συντρίμμια της σιγουριάς και της ασφάλειας του να τον περιβάλλουν. Ο πόνος και ο θυμός ,για την απώλειά της, τον τύφλωσαν και τον πάγωσαν. Θρηνούσε τιμωρώντας τον εαυτό του, απομονώνοντάς τον, κρύβοντάς τον και αναγκάζοντας τον να ζει βλέποντας από την κλειδαρότρυπα τις ζωές των άλλων.
Οι μόνες στιγμές του ήταν όταν έγραφε. Ζούσε μέσα από τις ιστορίες του, όλα όσα είχε στερήσει από τον εαυτό του. Γέλια , άγχη, έρωτες ,καβγάδες , στεναχώριες, πάθη. Αυτός ήταν και ο λόγος που όταν δεν μπορούσε πια να γράψει βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στο βούρκο της σοφίτας του. Τώρα έβλεπε πως ο χάρτινος κόσμος του αντιδρούσε. Τα δάχτυλα, τα μολύβια του , το μυαλό του αρνούνταν να συνεχίσουν. Τον πίεζαν να βγει έξω, να αφήσει τον εαυτό του να ζήσει ξανά, να αποδεχτεί και να συνεχίσει. Να γράψει μόνο όταν θα έχει εμπειρίες καινούριες, συναισθήματα δικά του να διηγηθεί.
Γέλασε δυνατά. Μετά από τόσα χρόνια, άκουγε το γέλιο του ξανά. Άνοιξε την πόρτα του και βγήκε τρέχοντας έξω. Γύρναγε σελίδα ,έχοντας όμως ήδη τοποθετήσει τον πρώτο του σελιδοδείκτη.