[Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ]
X
Καί πάντα νά ψυχοῤῥαγῆς τέσσερις τό πρωί, σκληρά χαράματα κοντά,
σέ μιάν ὁλάδεια σάλα ψυχιατρείου˙
μ’ἕναν φραπέ σέ πλαστικὀ ποτῆρι σύντροφο σου καί παρηγοριά,
μέ φῶτα πετρωμένα ἠλεκτρικά νά σέ ῥυθμίζουν˙
μέ τήν ῥωγμή στό πρόσωπο καί βουρκωμένα μάτια˙
καί μήτε κάποιας τό κορμί, καί μήτε κάποιας τ’ ὄνομα˙
μόνον τά ἠλίθια παράθυρα, ἄψυχα κι ἀπαθῆ, νά σέ παρατηροῦνε,
χωρίς κουβέντα καί φιλιά, μέ δίχως κἄν ἐχθρότητα˙
ξάφνω, σῶμα φωτός δειλή σκιά κρυφοπερνῶντας,
χάραξε τό ἀμετάβλητο σκοτάδι – πιά καταδικό μου.
[Σελ.31]
[ΑΣΥΛΟ]
VIII
Κάνε ἀποφασιστικά τό τελευταῖο βῆμα σου, καταποντίσου στίς μίνες τοῦ ὑπάνθρωπου χαμοῦ. Μή φοβοῦ, ἐλαφρούτσικε, αὐτός ἐδῶ δέν εἶναι ὁ δικός σου προορισμένος χαλασμός. Ἀλλοῦ, μά ποιός νά ξέρη ποῦ, θά συναντηθῆς μέ τό πιρκό σου δίκιο. Τώρα ἐμπρός, γενναῖα, ἄς πᾶμε ἐκεῖ πού ἡ ἀξιοπρέπεια μυρίζει κάτουρο καί κόπρανα. Νιώθεις, θνητότητη καί θνησιμαία ψυχή μου, κορμιά δεμένα μέ λουριά, κορμιά παραμιλῶντας, ἀφουγκράζεσαι τίς μυρωδιές τῶν γυναικῶν νά κλαῖνε ἐκλιπαρῶντας μαζί ὀργασμό καί ἀνάπαυση; Καί τά κατάμεσα φαρμάκια τους τ’ ἀκοῦς νά τίς ἀπανθρωπίζουν; Κι αὐτόν πού θά γινόταν ἄντρας, λεβέντης και γλεντζές, λυπήσου τον τώρα – σάρκα πού βελάζει.
[Σελ.44]
Ηλίας Λάγιος - Φεβρουάριος 2001 – Ερατώ, 2002