Τό καλοκαίρι ἡ νύχτα πέφτει
ἀπάνω σου
γυναίκα ἱδρωμένη κι ἀπρόσεχτη.
Νύχτα ὅπως νύστα. Νύστα καί νικοτίνη.
Νύχτα λοιπόν θά πεῖ
ἕνα τάλιρο πού σοῦ ‘πεσε στήν Γ΄ Σεπτεμβρίου
κι εὐθύς καί μ’ ἑκατόν σαράντα
τό κάναν τ’ αὐτοκίνητα
ἕνα μέ τήν ἄσφαλτο.
Στή Χέυδεν στή Φερρῶν
οἱ νάιλον ἐπιβάτες περιμένουν νά ἐπιβιβαστοῦν
στά σκουπιδιάρικα.
Γιά μιά στιγμή στόν ἀέρα
ὑπερισχύουν τά πορτοκαλόφλουδα
κι ἐλπίζεις.
Λές, τώρα θά κάνουμ’ ἔρωτα
σέ κήπο ἑσπεριδοειδῶν.
Μετά, ἡ ἄπνοια πάλι.
Ὥσπου διέρχεται θεία παιδίσκη
κι εἶναι γκοφρέ κι εἶναι σοκολατόχρους
κι όλο τό βράδυ ἐσύ παιδεύεσαι
νά σκίσεις τό περιτύλιγμα.
Ἔτσι ξεχνᾶς τό δόλιο τάλιρό σου – καί καλύτερα.
Οἱ κότες πού ἔσκαψαν καταμεςῆς τοῦ δρόμου
μέ τό νυχάκι τους
καμιά δε γλίτωσε.
– Πετάχτηκες Ἀνδρέα ἐσύ
ραλίστα τιμωρέ,
ἐσύ μέ τή φρενιτιώδη Τζάγκουαρ
καί τίς διαμέλισες.
Γιάννης Βαρβέρης - Αναπήρων πολέμου – Ύψιλον, 1999