Όταν η Μαρία το βρήκε μόνο κι ανήμπορο, σχεδόν ετοιμοθάνατο, ήταν ένα μικρό άφτερο πλάσμα με μάτια κλειστά και στόμα που έχασκε. «Θέλω φωλιά» της έλεγε, δίχως μιλιά. Και η Μαρία, άμαθη ακόμα κι αδέξια, άλλο δεν μπόρεσε να κάνει παρά τα δάχτυλα κλαριά ενώνοντας τις φούχτες της και βάζοντάς το μέσα να κουρνιάσει. Αυτή το τάισε, αυτή το έμαθε να πετάει. Το έβγαλε Χρήστο, το όνομα του μπαμπά της. Κι ύστερα άνοιξε τα φτερά ο Χρήστος, πότε στον Βορά χανότανε πότε στον Νότο. Στο ενδιάμεσο πάντα περνούσε απ’ τη φωλιά για να τσιμπολογήσει. Κι ο χρόνος κυλούσε, άρχισε να ξεχνά η Μαρία. Θολώνει ο καιρός τα μάτια, λερό γυαλί τα κάνει. «Πού είναι ο Χρήστος» του έλεγε με στόμα που έχασκε. Δίπλα της όμως αυτός, τα ξέχασε τα ταξίδια. «Δε με θυμάσαι μάνα; Μικρός σαν ήμουν με φώναζες σπουργίτι» της είπε απλώνοντας τις φτερούγες του. Κι αυτή μια άναρθρη φωνή έβγαλε, ψιλή κι αδύναμη σαν κελάηδισμα. «Θέλω φωλιά» του φάνηκε πως άκουσε και την ακούμπησε απαλά στο στήθος του.
Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Από το 2006 ζει στη Ρόδο όπου εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία στο Τ.Ε.Ι. Αθήνας και Φιλολογία με κατεύθυνση γλωσσολογίας στο Ε.Κ.Π.Α.