O. V. de L. Milosz | Όλοι οι νεκροί είναι μεθυσμένοι

O. V. de L. Milosz

Από παλιά και ρυπαρή βροχή όλοι οι νεκροί είναι μεθυσμένοι
Στο παράδοξο κοιμητήρι του Λοφότεν˙
Το ρολόι του πάγου που λιώνει, από μακριά σημαίνει
Στην καρδιά των φτωχών φερέτρων του Λοφότεν.

Και χάρη στις οπές που έσκαψε η μαύρη άνοιξη
Πάχυναν τα κοράκια από κρύα κι ανθρώπινη σάρκα.
Και χάρη στο μπάτη με την παιδική φωνή
Ο ύπνος είναι γλυκός στους νεκρούς του Λοφότεν.

Σίγουρα ούτε μια φορά δεν έχω αντικρίσει
Τη θάλασσα ή τους τάφους του Λοφότεν
Κι όμως νιώθω βαθιά μου σαν να ‘χω αγαπήσει
Αυτή τη μακρινή γωνιά της γης με τον καημό της.

Ώ εσείς αυτόχειρες, εσείς χαμένοι κι εσείς μακρινοί
Στο παράδοξο κοιμητήρι του Λοφότεν
– Όνομά που γλυκό και ξένο ακούγεται στο αυτί,
Κοιμάστε αλήθεια, πέστε μου, κοιμάστε;

– Θα μπορούσες για κάτι πιο φαιδρό να μου λες
Ωραίο ποτό που γεμίζεις τ’ ασημένιο μου ποτήρι,
Ιστορίες πιο χαριτωμένες και πιο λίγο τρελές˙
Άφησέ με ήσυχο με το Λοφότεν.

Ωραίος καιρός. Στο τζάκι μου, έρπει απαλά
Του πιο μελαγχολικού απ’ τους μήνες η φωνή.
– Αχ, οι νεκροί και μαζί τους οι νεκροί του Λοφότεν –
Οι νεκροί, οι νεκροί, είναι στο βάθος πιο λίγο από μένα νεκροί.

 

Milosz, O. V. de L – Ποιήματα – Πρόσπερος, 1992
Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου - Τάσος Κόρφης