O κύριος Άρτσερ επέστρεψε σήμερα. Τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του το Κάιρο. Εμφανίστηκε αναπάντεχα περί την εβδόμη απογευματινή, εμφανώς καταπονημένος. Οι φίλοι τον καλωσόρισαν, έσφιξαν τα χέρια του, κοίταξαν όλο αγωνία να δουν τι απέμεινε από τον παλιό καλό Άρτσερ. Δεν βρήκαν τίποτε. Τώρα γύριζε στην εξοχή για να πεθάνει ήσυχος. Μακριά απ΄αυτόν τον κόσμο που παραμένει βυθισμένος στα ένστικτα και τη μαγεία.
Μα κοίτα πώς σκόρπισαν οι φίλοι, πώς επέστρεψαν στις βραδινές ασχολίες τους. Μα πίστεψέ με, είναι για όλους μας μεγάλη ανακούφιση που επιστρέφεις πια για πάντα. Σε περιμέναμε Άρτσερ, σε περιμέναμε.Συγχώρεσέ με τώρα, δεν υπολόγισα, τα κορίτσια βλέπεις, πόσο ανυπόμονα!
Όμως μες στην καρδιά του Άρτσερ, στο τέλος του δρόμου υψώνεται πάντα το παράξενο συγκρότημα. Η πρόσοψή του θυμίζει τα ιαπωνέζικα θέατρα του Νο, με τις γέφυρες, το βάθος της ορχήστρας, τη σκηνή που ελίσσεται μες στην μεγάλη, την απαράλλαχτη ταυτότητα του πλήθους. Εκεί μέσα με δυο πακέτα τσιγάρα μπορούσε κανείς να δει το κορίτσι γοργόνα να κρατά την ανάσα του ώρες ολόκληρες. Ένα πανέμορφο κορίτσι με πορφυρά θροϊσματα, με ακίνητο, βυθισμένο χαμόγελο μες σ΄αυτήν τη θερμή πολιτεία. Είχαν γράψει οι εφημερίδες για την άφιξη του μικρού θαύματος, είχαν γράψει για το ενδιαφέρον του κοινού σ΄όλες τις πόλεις. Μια ψυχή φυλακισμένη και όμορφη, σαν τις δεκαεπτάχρονες ποιήτριες που ακόμη ανυποψίαστες προσμένουν τα σημάδια του καιρού, τη φωνή του Στηβ στην άλλη γραμμή του κόσμου. Τον κοίταξε βαθιά, σαν να του μιλούσε. Η Αιγυπτία του ζήτησε και άλλα λεφτά αν επρόκειτο να μείνει. Και έτσι νύχτωσε στο Κάιρο, η ψυχή του γονάτισε στο Κάιρο, πέθανε το στόμα του μπροστά σ΄αυτό το κορίτσι που γνωρίζει τα υπόγεια στρώματα κάθε πολιτείας του κόσμου. Πλησίασε το γυαλί και ακούμπησε δειλά τα χέρια του γυρεύοντας απόκριση απ΄τον κλεισμένο της κόσμο. Το ίδιο βράδυ έφευγε από την προκυμαία με ένα αργεντίνικο φορτηγό πλοίο. Στις ακτές της Ισπανίας θα ΄γραφε ξανά την ιστορία του.
Είσαι εδώ Άρτσερ, είσαι κοντά μου; Φίλε;
Το βλέμμα του απέμεινε παγωμένο από τότε. Τώρα κοιμάται ήσυχος στην κλινική του Αγίου Ιακώβου περιμένοντας το τέλος. Διαθέτει ένα αυστηρότατο πρόγραμμα με πρωινό εγερτήριο, με πλήθος ασχολίες, με πολλή μοναξιά ίσως. Γελά, μιλά, παίζει επιτραπέζια παιχνίδια με φίλους τρόφιμους, όμως κοιτά σαν τυφλός και δεν έχει δει ποτέ του από τότε κάποιον ίσια στα μάτια. Καταλαβαίνετε πόσα έχασε ο κύριος Άρτσερ εκείνη την νύχτα σε κάποια συνοικία του Καϊρου;
Απόψε οι φίλοι αποχαιρετούν τον Άρτσερ. Βρέχει παντού γύρω τους, μέσα τους. Και όμως η εξοχή φίλε αγαπημένε είναι το όγδοο θαύμα αυτού του κόσμου. Μια γέρικη βελανιδιά πεθαίνει κάπου εκεί έξω. Δείξε σεβασμό στον Άρτσερ, εκείνη τη γέρικη βελανιδιά που κρατά όρθια τη ζωή μας. Είπαν δυο τρία λόγια για την πορεία του, γέλασαν όταν κάποιος μνημόνευσε ιστορίες απ΄τον ταραγμένο του βίο, όλοι λυπήθηκαν με την ψυχή τους όταν ο Άρτσερ βυθιζόταν στη κιβωτό των καιρών. Έπειτα ποτά στου Άντονυ, γέλια και αθώο φλερτ από μεθυσμένες καρδιές, σαν πάντα.
Απόστολος Θηβαίος