Η πρώτη μου επαφή με την ποίηση του Ελευθέριου Αχμέτη ήταν πριν τέσσερα χρόνια στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Επτά» στο βιβλιοπωλείο «Ο Μωβ Σκίουρος». Την περίοδο εκείνη οι παρουσιάσεις γίνονταν στο χώρο της πλατείας. Δημιουργώντας ένα θεατρικό σκηνικό. Ένα τοπίο απολύτως ταιριαστό με την ποίηση του Αχμέτη. Θέατρο και ποίηση συνυπάρχουν στο μυαλό του ποιητή.
Στο «Ιντερμέδιο» ο Αχμέτης πηγαινοέρχεται από το παρασκήνιο στην ορχήστρα. Από την ψυχή του ποιητή σε εκείνη του αναγνώστη. Όπως γράφει ο ίδιος στο ποίημα με τίτλο “Moon bar”:
…όλοι ζητούμε από την ψυχή
κάποιου άλλου να κρατηθούμε.
Στην ψυχή του ποιητή ο αναγνώστης θα βρει θάλασσα. Τη θάλασσα των ταξιδιωτών – με τα μεταξωτά ρούχα και τα χειροποίητα σκουλαρίκια – αλλά και εκείνη των ναυαγών. Ναυαγών που κάποτε υπήρξαν ταξιδιώτες.
Η ίδια θάλασσα που δροσίζει, ξεβράζει πεθαμένους. Μέρα νύχτα.
Η νύχτα επισκέπτεται κατά κύματα τον ποιητή. Ζωντανεύει αναμνήσεις και επιθυμίες. Ανατινάζει τη σιωπή.
Γράφει: Εν τάχει IV
Ό,τι έμαθα στο θόρυβο,
το εμπέδωσα στην ησυχία.
Οι ποιητές δύσκολα βρίσκουν γαλήνη. Ο Αχμέτης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Παλεύει με τα δαιμόνια που τον περιτριγυρίζουν. Που είναι πολλά.
Καταρχάς η απουσία. Το πιο πιστό σκυλί του έρωτα. Και όχι μόνο.
Γράφει: Εν τάχει VI
Αποφεύγω να διαβάζω τα ποιήματά
μου…
Σε θυμίζουν˙
απόψε έκανα το λάθος,
να ρίξω μια ματιά.
Ο έρωτας γίνεται και αυτός θάλασσα. Που πνίγει. Κυρίως αυτούς που ξέρουν κολύμπι. Στις φουρτούνες επιβιώνουν όσοι χρησιμοποιούν τη λογική και όχι το συναίσθημα.
Ο έρωτα του ποιητή δεν βρίσκει παραλήπτη. Εγκλωβίζεται στο πάθος. Τον καταπνίγει ο δισταγμός.
Τα κορίτσια γίνονται γυναίκες από απόσταση ασφαλείας. Μεγαλώνουν σ’ ένα μπαλκόνι, μιμούμενα την Ιουλιέτα.
Ο έρωτας κάποιες φορές φτάνει στα πρόθυρα της ζωής και κάποιες άλλες στα πρόθυρα του θανάτου.
Γράφει:
δεν θέλω να πεθάνω απόψε˙
θα ήθελα στα πόδια σου να ξαπλώσω.
Ο Αχμέτης εκτός όλων των άλλων έρχεται αντιμέτωπος και με την ίδια του την τέχνη. Με την απαξίωση των σύγχρονων ποιητών. Τον οποίων η χρησιμότητα τίθεται εν αμφιβόλω. Ποιητές που τις περισσότερες φορές γεννιούνται μετά το θάνατό τους. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που καταλήγουν -σκουριασμένοι και αδιάβαστοι- στις καρότσες των παλιατζήδων.
Γράφει:
Τις φωνές διέκοψε, ευτυχώς γιατί κάποιοι άρχισαν το
χασμουρητό,
ένας παλιατζής˙
έτσι βγήκα έξω για ένα τσιγάρο,
φόρτωσα στην καρότσα του
αρκετούς σκουριασμένους ποιητές
που για τον παλιατζή ήταν το ψωμί του!
Και κατηφόρισα τη Ζωοδόχου πηγής.
Η ποίηση του Λευτέρη Αχμέτη δεν μυρίζει σκουριά. Έχει ένα έντονο άρωμα θεάτρου. Αρχαίου αλλά και σύγχρονου. Στους στίχους του συναντάμε την Αντιγόνη, τον Φιλοκτήτη. Τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Αλλά και θεατρίνους της καθημερινότητας μας. Πόρνες με γυαλιά. Ηθοποιούς, λογοτέχνες, μεταφραστές, μεθυσμένους.
Η ποίηση, λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Στο «Ιντερμέδιο» ο Λευτέρης Αχμέτης κράτησε στο Παρασκήνιο το πρόσωπό του αφήνοντας τα ποιήματά του μιλήσουν για εκείνον.
Κείμενο: Αντώνης Τσόκος