Και τότε η γυναίκα δέντρο είπε:
Θέλω όταν κάποτε πεθάνω να γράψουν πάνω στον τάφο μου,
«Η Οφηλία, το πνιγμένο κορίτσι,
αμέλησε να πνιγεί γιατί είχε άλλες ασχολίες.»
[Το κορίτσι της Δρέσδης]
Στην μνήμη του Δημήτρη Δημητρόπουλου
και στα παιδιά όλου του κόσμου
που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν.
Ένοικος απήχθη μυστηριωδώς.
Σημάδια πάλης δεν βρέθηκαν.
Μια τρύπα μόνο στην πλάτη της πολυθρόνας.
Η τηλεόραση δείχνει χιόνια πατημένα,
από αρβύλες κι αίμα που έχει στάξει.
Πιο ‘κει παιδιά στην ακτή μπρούμυτα˙
μεγάλωσαν και έγιναν πεθαμένοι ενήλικες.
Τα παιχνίδια τους βυθίστηκαν στον πάτο της θάλασσας.
Γι’ αυτό και δεν τα βλέπει κανείς˙ στον δρόμο σκονισμένα.
Χωρίς ερεθίσματα δεν μπορεί να έρθει η συγκίνηση.
Το κορίτσι της Δρέσδης το ξέρει αυτό.
Από παλιά.
Έκαψε τα μαλλιά του επίτηδες.
Για να μυρίσει καμένη γη ο κόσμος.
Έπειτα ξάπλωσε ανάσκελα.
Πέταξε τα πόδια του στον κάδο.
Άφησε την καδένα του να πέσει.
Δεν τη μάζεψε κανείς.
Ούτε οι περαστικοί.
Ούτε οι ευγνώμονες
Ούτε καν ο ένοικος˙ που τότε ακόμα ζούσε.
Σοφία Κουκουλά - Θερινή ώρα – Έναστρον, 2018