…βλέποντάς τες όλες νά ‘ρχονται ξυπόλυτες,
με πόση αφέλεια έλπιζα να σταματούσαν
μπροστά απ’ τα θρύψαλα της συγνώμης που δεν σου είπα .
Όσο πιο βαθειά έμπαιναν στις φτέρνες τους, τόσο πιο πίσω με γυρνούσαν
” θυμάσαι … ; ” ψέλλιζε η χθεσινή,
οπως εσβηνε η φωνή της σ αναφιλητά πόνου
” …θυμάσαι εκείνο τον εύφλεκτο τύπο μέσα σου,
που γίνονταν πυρκαγιά για το τίποτα;
Αυτόν που άφηνες να λέει το ναι το αυθόρμητο ‘ το ναι το άνευ όρων
στο ότι ήθελε προκύψει; “
Θέλησα ν αμυνθώ ρωτώντας την ειρωνικά ” … ποιόν απ ολους ;”
μα έσκυψα το κεφάλι νιώθωντας για λίγο το δίκιο σου,
όπως τον είδα ξανά με πάθος να σου επιτίθετα .
Θα φοβόμουν κι εγώ κάποιον τόσο πρόθημο,
να κάψει το δάσος στη λαχτάρα του για το δένδρο.
Εκανα να τον σταματήσω πιάνοντάς τον απ τον ώμο , μα πρόλαβε να χαθεί μες στην ομίχλη σου φωνάζωντας
“… γιατί θες να με εμποδισεις;
Πρέπει να μάθω κάποτε,
ότι δεν είναι μύθος πως τα δένδρα περπατούν ”
υπάρχουν και δένδρα που δε ριζώνουν πουθενά,
προικισμένα μ ελεύθερη βούληση όπως κι εσύ,
να διαλέγουν μόνα τους κάθε φορά
τον εμπριστή που θα τα κάνει στάχτη.”