Γιώργος Νικολαΐδης | Στιγμές διαύγειας

© Γιώργος Νικολαΐδης

 

…βλέποντάς τες όλες νά ‘ρχονται ξυπόλυτες,

με πόση αφέλεια έλπιζα να σταματούσαν

μπροστά απ’ τα θρύψαλα της συγνώμης που δεν σου είπα .

Όσο πιο βαθειά έμπαιναν στις φτέρνες τους, τόσο πιο πίσω με γυρνούσαν

 

” θυμάσαι … ; ” ψέλλιζε η χθεσινή,

οπως εσβηνε η φωνή της σ αναφιλητά πόνου

” …θυμάσαι εκείνο τον εύφλεκτο τύπο μέσα σου,

που γίνονταν πυρκαγιά για το τίποτα;

Αυτόν που άφηνες να λέει το ναι το αυθόρμητο ‘ το ναι το άνευ όρων

στο ότι ήθελε προκύψει; “

Θέλησα ν αμυνθώ ρωτώντας την ειρωνικά ” … ποιόν απ ολους ;”

μα έσκυψα το κεφάλι νιώθωντας για λίγο το δίκιο σου,

όπως τον είδα ξανά με πάθος να σου επιτίθετα .

Θα φοβόμουν κι εγώ κάποιον τόσο πρόθημο,

να κάψει το δάσος στη λαχτάρα του για το δένδρο.

 

Εκανα να τον σταματήσω πιάνοντάς τον απ τον ώμο , μα πρόλαβε να χαθεί μες στην ομίχλη σου φωνάζωντας

“… γιατί θες να με εμποδισεις;

Πρέπει να μάθω κάποτε,

ότι δεν είναι μύθος πως τα δένδρα περπατούν ”

υπάρχουν και δένδρα που δε ριζώνουν πουθενά,

προικισμένα μ ελεύθερη βούληση όπως κι εσύ,

να διαλέγουν μόνα τους κάθε φορά

τον εμπριστή που θα τα κάνει στάχτη.”