Γράφει ο Νικόλας Περδικάρης :
Μια λάμπα που κρέμεται από καλώδιο γυμνό. Αυτή είναι η ποίηση του Αντώνη Τσόκου. Ένα δωμάτιο στολισμένο με το τίποτα και με όλα τα καλά του κόσμου. Πρώτη μου σκέψη ήταν να θυμώσω, γιατί ο συγγραφέας δε μου έδωσε τίποτα το χειροπιαστό, να κρατηθώ. Λαβές κομμένες, σκάλες πριονισμένες ως τα μισά. Ούτε σκηνικά, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Δύο πλάσματα μονάχα. Και αυτά υπό αμφισβήτηση. Κοπέλα –Ονειροβάτης. Ο Τσόκος με πέταξε σ’ ένα δωμάτιο μαζί τους και μου είπε: «Τώρα, παίξε»! Μα να παίξω με τι; Χωρίς σενάριο, χωρίς βοηθητικές γραμμές στο φόντο. Η χαρά του μινιμαλισμού. Που με θέλει πιο ενεργό και από τον ίδιο το δημιουργό. Με καλεί να παίξω, μα πρώτος εκείνος παίζει μαζί μου.
Προτού καλά-καλά εκδώσει το βιβλίο του, το γνωρίζει καλά: Οι διάλογοι αυτοί έχουν συνέχεια και θα ανέβουν στη σκηνή. Γιατί τα συγκεκριμένα λόγια έχουν γραφτεί για να ενσαρκωθούν. Μέχρι τότε όμως, ο ποιητής μας προκαλεί: Αυτό το «αγώνισμα», για το οποίο μιλούσα νωρίτερα, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι αϋπνίες δεν είναι τυχαίες. Ο Τσόκος ξαγρυπνά για να δαμάσει το υποσυνείδητό του. Κοπέλα και ονειροβάτης δεν είναι παρά ένα πρόσωπο, ίδιο και απαράλλαχτο. Γεννηθήκαν από το ίδιο μυαλό, που στην προσπάθεια του ν’ αποκοιμηθεί, πατάει γκάζι, στήνοντας κόντρες με τον φλογερό του εγκέφαλο. Εκεί ακριβώς είναι που εγώ βγαίνω χαμένος. Επειδή παραπονέθηκα πως δεν υπήρχε τίποτα να κρατηθώ. Επειδή παρανόησα τους όρους του παιχνιδιού. Αν θέλεις λόγια, να πας αλλού. Εδώ οι λέξεις είναι στίγματα, που μόνο αν ενωθούν θα σχηματίσουν το αφαιρετικό σου τοπίο. Εδώ ο ποταμός εκβάλει από τα σπλάχνα του, το νερό είναι πιο διάφανο κι από διάφανο, μήπως και δεις κάτι στο βυθό ή τίποτα απολύτως. Σ’ αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει νόημα, το νόημα το φτιάχνεις εσύ. Όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα με την ανάγνωση ενός καλού ποιήματος.
Ήθελα να ‘ναι μέρα. Τότε είναι.
Ήθελα να έχει φως. Τότε βάλε φως.
Ήθελα άντρας και γυναίκα ν’ αγαπηθούν βαθιά. Τότε αγαπήθηκαν.
Ήθελα να πιστεύω ότι φιλήθηκαν στ’ αλήθεια. Τότε πρώτος εσύ αισθάνθηκες το φιλί.
Κι όλα τα άσχημα; Τα παιδιά που θρηνούν για το αδίκημα της, εκ των γονέων, σύλληψής τους; Οι ουρανοί που στάζουν πληγές; Το ξηλωμένο δέρμα; Η μοναξιά, αυτό το ανθρώπινο ανοσιούργημα;
Ας μην ανησυχούμε για τα παραπάνω. Μπορούμε να είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως δεν υπήρξαν. Να τα ερμηνεύσουμε ως την παράλογη συνέπεια ενός ονείρου. Καλό ή κακό, δεν θα πούμε. Έτσι μόνο θα αμφισβητήσουμε την παντοδυναμία της αϋπνίας. Άλλωστε ποιος ξέρει; Μπορεί όταν νομίζουμε πως είμαστε ξύπνιοι, στην πραγματικότητα να κοιμόμαστε του καλού καιρού. Ή το αντίθετο…Στις προεξοχές των δοντιών μας, ας μείνει μόνο μια γλύκα από το τραγούδι της μελοποιημένης ζάχαρης.
Αντώνης Τσόκος – Ώρες πληθυντικής αϋπνίας – Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017