Τους ήλιους δεν εμέτρησες που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού είσαι κόρη με τα γαλάζια τσίνορα;
Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της η μαραμένη γυναίκα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν με χιόνι λασπερό.
Βαθιά στη γη υποτάχτηκες όπως μια ρίζα
ψηλά τεντώνεσαι για να καλημερίσεις
ένα λουλούδι που βασιλεύει στον καιρό του
διψά η καρδιά σου για καινούργιο κάτοικο.
Μεγάλη νυχτερίδα από το φως σου θρέφεται
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει πριν χορτάσεις
στα ψηλά δώματα βόσκει το μεσημέρι
τους δρόμους καβαλίκεψε το ξανθό κύμα του.
Ύψος δεν έχει για τα δυο φτερά σου
να λιώσει η πάχνη να φωνάξει το αίμα σου,
ξέχασες την αφή που ‘χει ο ουρανός στην άνθισή του
από μια τρύπα διακονεύεις την αγάπη του.
Πεθαίνεις με τους ποιητές κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν από τα μαλλιά τους
χτυπά η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή το φεγγαράκι δοκιμάζεις.
Μαδάς του ημεροδείχτη το πιστό τριαντάφυλλο
σε τόσο βάθος τρων σκουλήκια τον πατέρα σου
όμοια κι εδώ ακέρια μέρα δε χωρεί
κ’ είναι το φιλικό το βήμα απ’ άλλο κόσμο.
Σου ‘φερε ο Μιλόζ φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος να συλλογιστεί;
Φουρτούνιασε τη γειτονιά το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη στα περιβόλια θα σε δείξει!
Έχεις ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί το ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το πριν το κλειδώσει η νύχτα
σ’ ένα σεντούκι πιο βαθύ απ’ το δικό σου.