[Πανσέληνος στο Σμόλικα]
Στριφογυρίζω με δυσκολία αναζητώντας μια θέση βολική.
Ρίζες και πέτρες τρυπούν την πλάτη και τα πλευρά.
Μια ανόσια έλξη ταλαιπωρεί το νου,
θέτοντας ανούσια διλήμματα.
Παρουσίες και απουσίες σε μια στιγμή γίνονται ένα.
Νομίζω ότι ξημέρωσε και κάνω να σηκωθώ.
Κάνω λάθος! Το φως δεν είναι της αυγής,
τούτη η νύχτα είναι εξόχως φωτεινή.
Το φεγγάρι πυρπολεί τη λίμνη και φλέγεται,
θαρρώ πως οι δράκοι της, της βάλανε φωτιές.
Άλογα κατέβηκαν από τα αστέρια,
χωρίς διάθεση να καλπάσουν,
λίγο νερό μαζί με φωτιά απλά να ρίξουν στο στόμα τους,
δε θα γυρίσουν πίσω στα άστρα,
κατέβασαν τον ουρανό και γένηκε χαλί στα πόδια μας.
Ποδοπατήσαμε τα άστρα, το φεγγάρι δεν το πλησιάσαμε.
Πήγε να μας κάψει και το συμπονέσαμε.
Αστέρια, φεγγάρι, φωτιά, νερό, λίμνη, δράκοι.
Δύο πράσινα στίγματα μείναν να με κοιτάνε,
Τα πεύκα σειόνται, και ο άνεμος σφυρίζει στις χαράδρες.
Κυνηγώντας το μάταιο σε ένα απαγορευμένο χορό.
Περιμένω τούτη τη νύχτα να τελειώσει.
Ο στόχος μου θα πάψει να είναι πια σκιά.
Είναι Ιούλιος, ο μήνας μου ο αγαπημένος…
Κι έχει τόσο κρύο αυτό το βράδυ,
οι φωτιές δε ζεσταίνουν, φούντωσαν,
και φτύνουν ένα αλλόκοτο ψύχος κατά πάνω μας.
Μόνος τρόπος να φυλαχτούμε είναι να περιμένουμε.
Την αυγή που θα κρύψει αυτό το φεγγάρι,
που με την ομορφιά του, τη γοητεία του,
απειλεί να καταστρέψει τα πάντα.
[Τα ανδρείκελα]
Έμαθα να ζω με τη φαντασία μου,
να αντιμετωπίζω τα πάντα σκαρώνοντας σενάρια
και οι πιο δύσκολες στιγμές φεύγουν εύκολα,
αν τις θεωρήσεις διαφορετικές στο μυαλό σου.
Απόκτησα με τον καιρό παράξενες συνήθειες.
Πάντα μου άρεσε να αφήνω ρούχα στις καρέκλες.
Πλέον το κάνω με συνείδηση.
Στήνω τις καρέκλες με τα ρούχα μου
κι έτσι θαρρώ πως έχω παρέα.
Ώρες ολόκληρες μιλάμε με τα ανδρείκελα,
γελάμε, διαφωνούμε, διαβάζουμε και πίνουμε κρασί.
Άλλοτε πάλι μένουμε βουβοί και κοιτιόμαστε,
σα να τέλειωσαν τα λόγια και σωπάσαμε
Έχω παρέα πια στο σπίτι και το φωτίζω τις νύχτες,
κάθομαι όρθιος ανάμεσα στους καθιστούς μου φίλους.
Κάθε πρωί θέλω να τους διώξω,
να μαζέψω τα ρούχα σε κρεμάστρες και συρτάρια
μα κάθε βράδυ τους έχω ανάγκη.
Τρομάζω μη με αφήσουν και μείνω πάλι μόνος.
Φοβάμαι μήπως πάψω να έχω νέα να τους πω,
μήπως κι αυτοί πάψουν να μου έχουν εμπιστοσύνη.
Γιορτάζουμε μαζί με τα ανδρείκελα κάθε βράδυ,
αποχαιρετιόμαστε λες κι ήταν αυτό το τελευταίο.
Ο Γιώργος Αναστασόπουλος γεννήθηκε το 1985 στην Καστοριά. Ζει και εργάζεται ως κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη. Εραστής τη τέχνης της γραφής: ποίησης και πεζογραφίας. Οι ποιητικές συλλογές και το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο παραμένει ανέκδοτο και δημοσιοποιείται σταδιακά στο διαδίκτυο. https://paratypo.wordpress.com/