Στον Αντώνη Φωστιέρη
Καημένο ξυπνητήρι
πολύτιμε υποτακτικέ μου
της συνέπειάς μου είσαι
το δεξί το χέρι
όταν κάθε πρωινό
την ίδια πάντα ώρα
βιαίως σπεύδεις να μ’ αρπάξεις
απ’ του Μορφέα την απύθμενη αγκαλιά.
Όμως,
αυτό το «βιαίως»
όπως ξέρεις
γέννησε ανθρώπινη έχθρα –
πόσα από τ’ αδέρφια σου άραγε
χρόνια και χρόνια τώρα
δεν εκσφενδονίστηκαν σε τοίχους
από διαθέσεις φονικές
αγουροξυπνημένων
ή δεν βασανίστηκαν ανηλεώς
απ’ το μένος αγνωμόνων ιδιοκτητών.
Τι ύβρεις, τι κατάρες υπομένετε
πλάσματα μοναχικά
του καθήκοντος εργάτες
αφιλοκερδείς.
Αλήθεια, ποιός τίμησε ποτέ την προσφορά σας
ποιός εγκώμια της ύπαρξής σας έπλεξε
όταν λογαριάζατε καρτερικά τις ώρες
πριν να σημάνετε συναγερμό
άπαξ ή και δις ημερησίως
φωνάζοντας με των πνευμόνων σας τη δύναμη
για να μη λησμονηθούν
ραντεβού κι υποχρεώσεις
(σκέφτομαι και ωχριώ
τι έρωτες θα χάνονταν χωρίς εσάς
τι χρήμα και τι φήμη.
Καημένο ξυπνητήρι
ούτε καν ποιητής
βρέθηκε στον κόσμο να σε υμνήσει
πλην εμού
αλλά κι εγώ ακόμα που επαίρομαι
ένα χάδι δεν αξιώθηκα ποτέ μου να χαρίσω
στην κρύα πλατούλα
του πλαστικού
ολοστρόγγυλου
κορμιού σου.
Ανδρέας Μιχαηλίδης - Το εργοτάξιο – Αλεξάνδρεια, 2016