Ξαναθυμάμαι τους πρώτους συναγερμούς –ήταν χτες,
ήταν αύριο- τα τηλεγραφεία, Σεντάν, Σεντάν, τις βολές
της Αεράμυνας που ξεχορτάριαζαν τον ουρανό και τα καρβουνιασμένα υπόστεγα, κλειστά γκισέ και βαλίτζες
γεμισμένες με τρεμάμενο χέρι ενώ οι άνθρωποι δεν συγκρατούν τίποτα, να είστε σίγουροι: τα τινάζουν, μετά τους θάβουν και αυτό το λένε ιστορία
οι μεν προσεύχονταν όταν οι δε υπόσχονταν ότι θα σώσουν την πατρίδα ή ότι θα αποκαταστήσουν την τιμή
πολλοί έφευγαν
ο ποταμόκολπος γέμιζε από βάρκες και στριμώχνονταν χωρίς να γνωρίζουν τη συνέχεια
το πετρέλαιο φλεγόταν κι ο καπνός μου έκαιγε το λαιμό
μόλις βράδιαζε πυροβολούσαν τις πεινασμένες γάτες
σκότωναν τους σκύλους από φόβο μήπως είχαν λύσσα
περίμεναν τη βενζίνη ξεχνώντας τις ώρες
κοντά στις αποβάθρες, αρόδο, πετρελαιοφόρα ενάντια
σε νάρκες
οι οβίδες έπεφταν βροχή τόσο που σκοτείνιαζε ο ουρανός
οι Γερμαναράδες έπιναν το καλό κρασί στους ρημαγμένους δρόμους
οι τορπιλάκατοί τους με είχαν βάλει στόχο
φράγματα / τροχιοδεικτικές βολές / αποκλεισμός
κοιμόντουσαν ντυμένοι, μεταφέρανε τα στρώματα πάνω στ’ αυτοκίνητα, τουρτούριζαν μέσα σε υπόγεια σφίγγοντας τα δόντια: τους βόλευε να με καταστρέψουν, να με ισοπεδώσουν, να με μετατρέψουν σε απλό ενθύμιο , σε αφίσα μουσείου
τα αεροπλάνα σφυροκοπούσαν ώσπου να κάνουν τις βόμβες ρουτίνα
έλεγαν έπεσε εδώ
έλεγαν σκότωσε τόσους
έλεγαν αχ
έλεγαν τι φριχτό
περίμεναν την επόμενη
[Σελ. 31,32]
Το λιμάνι της Χάβρης παίρνει το λόγο σε τούτη την ποιητική αφήγηση που συνοψίζει πέντε αιώνες αναχωρήσεων, ταξιδιών, θανάτων, εκμετάλλευσης, εμπορίου, εργασίας, αγώνων, αποχαιρετισμών και ελπίδων.
Ζοζέφ Αντράς - Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος – Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Μετάφραση: Τζ. Αλγκράντη & Φρ. Ολονέζος