Μήν ἔχοντας τίποτε νά ἐπικαλεστῶ, βλαστημῶντας τήν Μοῦσα, τό παράλογο
μαρσάροντας καί φρενάροντας, τήν θαυμασία φαντασίας καί ὀνειρώξεών μου νά μέ διαγράφη
καθώς ὁ χονδρέμπορας ἀδιάφορα παντελονιάζει μιά λεπτή δεσμίδα δεκαχίλιαρα, οὕτος πως,
γιά τήν ἔναρξη τῆς ἀφήγησής μου παροραματίζομαι τό κακοφορμισμένο μοναχοῦλι
‘που μέ βαστᾶ. Πάμπολλα δέν σπηκάρω, τό ἔνα τοῦτο ἄς κατισχύει. Πιρκόχολαις, γλωσσοῦδαις
θύμησαις, τυφλοσούρτηδες προσδιορισμοί ψυχῆς πέρι ἀλήστου τε ἀθανάτου,
δῶθε κεῖθε σκατοπράγματα, ἀγχισείως νά κουβαλνῶ τήν βάβω καί τήν παραμάνα μου, ενδότερα
τόν Νάσο νά ἀποσπά μέ δαγκανιαίς κρεατικά τῶν λυρικῶν, την Ἄννα
ἐπιδέξια νά παρεμπορδίζη τό προσεύχεσθαί της. Ὤ, διαμεσολαβῆστέ το, τί ξέμεινε νά λιτάνευσω; Κλαψολογᾶτε, τί;
Ηλίας Λάγιος - Η αρπαγή της κούτας – Ερατώ, 2003