Ήμασταν νέοι,
στις στοές κατεβήκαμε.
Τα μονοπάτια έσβησαν πίσω μας.
Και μπροστά μας
οι βράχοι
έκρυβαν φόβους και κραυγές.
Τα δέντρα έχασαν τον δρόμο τους
και μας συντρόφευαν,
συνοδοιπόροι μας έγιναν
στην καταβασία.
Οστά σκονισμένα
βγήκαν απ’ τους τάφους
να σταματήσουν την πορεία .
Μα, οι νεκροί δεν έχουν
πια λόγο στη μνήμη.
Ορφάνεψαν τα σχέδιά τους
τη μοίρα να νικήσουν.
Και σαν προχωρήσαμε
στο βάθος,
η γη έβγαλε στριγκές φωνές
με στάχτες σκεπασμένες.
Τους τοίχους χάραξε
με άμορφους θεούς,
τα μάτια μας για να φοβίσει.
Όμως να, οι θύελλες έγιναν
δικές μας κι ο άνεμος
σημαία μας.
Ναι , τα γεφύρια του τέλους
τ’ αλλάξαμε,
έστω για λίγο.
Ο Χριστόφορος Τριάντης υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση από το 1998. Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο των Τρικάλων και στην ιστοσελίδα του τοπικού συνδέσμου φιλολόγων (filologoi.gr). Επιθυμία του είναι να γράφει ποιήματα χρησιμοποιώντας τις λέξεις «με προσοχή, πάθος και αίμα!» όπως είπε ο Νίτσε και «να εξαφανίσει τη ματαιοδοξία του» όπως είπε ο Έζρα Πάουντ.