Οι νότες του εμβόλου διαγράφουν τροχιές βεγγαλικών,
διστάζουν στον αέρα, σβήνουν πριν
συντριβούν στο έδαφος.
Βγαίνουν κάτι μάτια ελώδη, με άσχημη μυρωδιά,
δόντια χαλασμένα από γλυκερά ρομάντζα,
πόδια που κάνουν τη σκηνή να βγάζει καπνούς.
Το βλέμμα των θαμώνων έχει μεγαλύτερη πυκνότητα
και περισσότερες θερμίδες από οποιοδήποτε
άλλο, είναι ένα βλέμμα διαβρωτικό που
διαπερνά τις διχτυωτές κάλτσες και φθείρει το
δέρμα των καλλιτέχνιδων.
Μια παρέα ναυτών θαμπωμένη από το φάρο που
έχει στο μικρό του δάχτυλο ένας maquereau3,
πόρνες που ανταμώνουν με την υγρασία του λιμανιού,
ένας Άγγλος που κατασκευάζει ομίχλη
με τις κόρες των ματιών του και την πίπα του.
Η σερβιτόρα μου φέρνει, σ’ ένα δίσκο σαν φεγγάρι,
τα ημίγυμνα στήθη της… κάτι στήθη που
θα έπαιρνα μαζί μου για να ζεστάνω τα πόδια
μου όταν πλαγιάζω.
Η αυλαία, όταν πέφτει, παριστάνει μια αυλαία
μισάνοιχτη.
Βρέστη, Αύγουστος 1920
3Γαλικκά στο πρωτότυπο, «σκουμπρί» αλλά και «νταβατζής», (Σ.τ.Μ.).
Oliverio Girondo - Είκοσι ποιήματα για να διαβαστούν στο τραμ – Σαιξπηρικόν, 2017
Εισαγωγή – Επιμέλεια μετάφρασης: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος