[Ραγισμένη καρδιά]
Λησμόνησες πια τις χαρές τις ζωής,
τους έρωτες, τα παιχνίδια και τα χάδια,
θαρρείς πως έκλεισε αυτός ο κύκλος,
κι όμως είσαι τόσο νέα ακόμη,
σαν δροσερό αεράκι φθινοπωρινής αυγής,
καταδικασμένο να μην ανταμώσει το λίβα της δικής μου καρδιάς.
Δεν τελείωσε τίποτα,
είναι πολύ νωρίς για να το ισχυριστείς.
Ο δρόμος έφτασε στη μέση,
κρύβει τόσες ομορφιές από δω και πέρα.
Η ζωή αργεί αλλά πληρώνει το χρέος της.
[Γέννημα]
Έμεινα να σκαρώνω ανεδαφικά σενάρια,
μιας στιγμής που θα ζήσω, μια νύχτα σε ένα όνειρο,
προϊόν μιας ψεύτικης ζάλης,
που ‘ρθε πάλι με αλκοόλ και ουσίες.
Τι νύχτα κι αυτή απόψε;
Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν…
Ξέχνα το… αρκετά γελοίος δείχνεις ήδη.
Γεννώ κάτι νύχτες και σκουντώ το νεογνό,
δεν αντιδρά κι εγώ ταράζομαι.
Με γέμισε η αγωνία ως πάνω.
Τρύπες δεν έχω γι’ αυτό και δεν ξεχείλισε.
Να αντιδρούσε λίγο το γέννημά μου…
Συνεχίζω να το σκουντώ,
μπορεί να φάω και τη ζωή μου ολάκαιρη.
Σκουντώντας μήπως δω την κίνηση που περιμένω.
Ο Γιώργος Αναστασόπουλος γεννήθηκε το 1985 στην Καστοριά. Ζει και εργάζεται ως κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη. Εραστής τη τέχνης της γραφής: ποίησης και πεζογραφίας. Οι ποιητικές συλλογές και το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο παραμένει ανέκδοτο και δημοσιοποιείται σταδιακά στο διαδίκτυο.