Μου αρέσει να συζητάω με τους φίλους μου για βιβλία. Καθόμαστε κάποια απογεύματα αναπαυτικά στους καναπέδες γύρω από ένα χαμηλό τραπεζάκι, με τους καφέδες μας, το νεράκι μας, το γλυκό του κουταλιού μας, τη μουσικούλα μας και αναλύουμε αυτά που διαβάζουμε και αυτά που διαβάσαμε. Τα δικά μου είναι πολλά. Και είναι όλα μικρά, λίγες σελίδες το καθένα, αμέτρητα πια, αυτό μπορεί να το διαπιστώσει οποιοσδήποτε χαζέψει τη βιβλιοθήκη μου, την οποία έχω στο σαλόνι μου σε κοινή θέα. Πολλά είναι σκονισμένα και κιτρινισμένα, σε άλλα λείπουν σελίδες, ίσα που θυμάμαι ότι κάποτε τα διάβασα, δεν τα πετάω όμως γιατί κατά βάθος θέλω να μου θυμίζουν αυτό που είμαι: αναγνώστης μικρών βιβλίων.
Ναι, δεν διαβάζουν όλοι μεγάλα μυθιστορήματα. Κάποιοι, όπως εγώ, στην αρχή ή στη μέση ξενερώνουν ή βαριούνται ή θυμώνουν. Δεν έχετε θυμώσει με ένα βιβλίο; Αυτό ακριβώς έπαθα πριν κάποιο καιρό σε μια απόπειρα που έκανα να ξεκινήσω κάτι μεγάλο. Η πλοκή-ήδη από τις πρώτες σελίδες-μου φάνηκε εξοργιστική. Αδύνατη. Πολυσύνθετη, να η σωστή λέξη, έπρεπε να ξεσκαλίσω το μυαλό μου να τη βρω. Δε λέω, ήταν ωραία γραμμένο το κείμενο, είπα μάλιστα στον εαυτό μου και στους φίλους μου ότι ήταν το ωραιότερο που διάβασα ποτέ, ίσως μια έπαρση της στιγμής-το πιθανότερο, αλλά δεν μπορώ τόσα κεφάλαια, δεν μπορώ τόσες εναλλαγές και ξαφνικές ανατροπές. Σιχαίνομαι τα αστυνομικά μυθιστορήματα που είναι έτσι ακριβώς, όπως αυτό που διάβαζα. Ένα βράδυ λοιπόν , έτσι που το διάβαζα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, είπα “α σιχτίρ”, ασυναίσθητα τσάκισα την σελίδα στην οποία είχα φτάσει και το παράτησα για πάντα. Έσβησα με ανακούφιση το πορτατίφ και έκλεισα τα μάτια μου.
Ανακουφίστηκα, γιατί εγώ θέλω να πάρω γρήγορα τα συναισθήματα που ψάχνω και μου προσφέρει το (κάθε) βιβλίο, να ευχαριστηθώ και να πάω στο επόμενο. Είμαι-επαναλαμβάνω-αναγνώστης μικρών βιβλίων. Και δόξα τω θεώ υπάρχουν άπειρα τέτοια και για όλα τα γούστα. Βέβαια έχω τις προτιμήσεις μου (που δεν θα σας τις πω) και τέτοια είναι και τα βιβλία που συνήθως γυρεύω, αλλά διαβάζω και αυτά που λένε της σειράς, για να μην μένω ποτέ χωρίς ανάγνωσμα. Όλα όμως τα ταξινομώ μετά στη ξύλινη μεγάλη βιβλιοθήκη μου, μαζί και αρκετά αποκόμματα από εφημερίδες γιατί κι αυτά έχουν το ενδιαφέρον τους.
Κάποια μέρα ίσως η μάνα μου με ρωτήσει γιατί διαβάζω μόνο μικρά βιβλία. Ως τώρα, τις ώρες που αφιερώνω στο διάβασμα, μόνο με παρατηρεί και δεν μιλάει. Ξέρει ότι όταν διαβάζω είμαι εγώ και τα βιβλία μου μόνο. Κατά κάποιο τρόπο απομονώνομαι, ξεφεύγω από τα άγχη μου και από τις σκέψεις που μου προκάλεσαν τα προηγούμενα βιβλιαράκια. Ζω μια διακοπτόμενη συνέχεια. Που είναι σαφώς καλύτερη από μια συνεχόμενη διακοπή, τώρα που το σκέφτομαι.
Την περιμένω κάποτε αυτήν την ερώτηση, όμως δεν ξέρω τι να απαντήσω ακριβώς για να γίνει κατανοητό το γούστο μου. Υποθέτω τότε θα αγοράσω ένα πολυσέλιδο. Και θα το διαβάσω όλο!
Μιχάλης Παπαχατζάκης. Γεννήθηκε το 1977, ζει στο Ηράκλειο. Η κάρτα του γράφει πολιτικός μηχανικός, γράφει όμως και η έδρα του είναι το μπλογκ του giati-baba.blogspot.gr